πάσσαξ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ό, Α<br />([[μεγαρικός]] τ.) [[πάσσαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πασσ</i>- του [[πάσσαλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πόρπ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=-ακος, ό, Α<br />([[μεγαρικός]] τ.) [[πάσσαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πασσ</i>- του [[πάσσαλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πόρπ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάσσαξ:''' -ᾱκος, ὁ = [[πάσσαλος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάσσαξ Medium diacritics: πάσσαξ Low diacritics: πάσσαξ Capitals: ΠΑΣΣΑΞ
Transliteration A: pássax Transliteration B: passax Transliteration C: passaks Beta Code: pa/ssac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.

German (Pape)

[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
(μεγαρικός τ.) πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -αξ (πρβλ. πόρπ-αξ)].

Greek Monotonic

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.