ζάλη: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ζάλη]])<br />[[σύγχυση]], [[αναστάτωση]], [[στενοχώρια]], ψυχική ή πνευματική [[ταλαιπωρία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αίσθημα]] εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας της ισορροπίας, [[τάση]] για [[λιποθυμία]], [[ίλιγγος]], [[σκοτοδίνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βύθισμα]], [[λήθαργος]] («κ' είχε θανάτου [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> δυσάρεστη [[ενασχόληση]], [[σκοτούρα]] («[[μεγάλη]] [[ζάλη]] μού 'φερες με τις ειδήσεις»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρικυμία]], [[θαλασσοταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η πύρινη [[βροχή]] που βγαίνει από την Αίτνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ζάλη]] «[[θύελλα]]», απ' όπου προήλθε το νεοελλ., [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ζάλη]])<br />[[σύγχυση]], [[αναστάτωση]], [[στενοχώρια]], ψυχική ή πνευματική [[ταλαιπωρία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αίσθημα]] εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας της ισορροπίας, [[τάση]] για [[λιποθυμία]], [[ίλιγγος]], [[σκοτοδίνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βύθισμα]], [[λήθαργος]] («κ' είχε θανάτου [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> δυσάρεστη [[ενασχόληση]], [[σκοτούρα]] («[[μεγάλη]] [[ζάλη]] μού 'φερες με τις ειδήσεις»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρικυμία]], [[θαλασσοταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η πύρινη [[βροχή]] που βγαίνει από την Αίτνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ζάλη]] «[[θύελλα]]», απ' όπου προήλθε το νεοελλ., [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζάλη:''' [ᾰ], ἡ, (πιθ. από το [[ζέω]]), [[φούσκωμα]] της θάλασσας, δηλ. [[τρικυμία]], [[θαλασσοταραχή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[πύρπνοος]] [[ζάλη]], λέγεται για την πύρινη [[βροχή]] που προερχόταν από τις εκρήξεις του ηφαιστείου της Αίτνας, σε Αισχύλ.· μεταφ., <i>ζάλαι</i>, τρικυμίες, στενοχώριες, θλίψεις, «φουρτούνες», σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A squall, storm, driving rain, A.Ag.656, S.Aj.352 (lyr.), etc.; κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Pl.R.496d; ζάλῃ πνευμάτων by a storm of winds, Id.Ti.43c; χειμὼν καὶ ζ. Hp.Insomn. 89; ζ. ἀνέμων Plu.2.993e; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of the fiery rain from Aetna, A.Pr.373: metaph., ζάλαι storms, distresses, Pi.O.12.12; ἡ τοῦ βίου ζ. Procop.Gaz.Ep.47; λογισμῶν ζάλαι Cat.Cod.Astr. 2.211; οἴκου ζ., of women, Secund.Sent.8.
German (Pape)
[Seite 1136] ἡ (vgl. σάλος u. ζέΕω), heftige Bewegung des Meeres, Wogengebraus, Sturm u. Unwetter übh., nach VLL, ταραχὴ καὶ κλόνος ὑδάτων (nach Eust. παρὰ τὸ ζέειν τὴν ἅλα), συστροφὴ ἀνέμων μεγάλων, od. nach Suid. ἀπὸ τοῦ σφόδρα ἁλίζεσθαι. So ἀνιαραί Pind. Ol. 12, 12; ὀμβρόκτυπος Aesch. Ag. 651; κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης κυκλεῖται, übertr., Soph. Ai. 345; πνευμάτων Plat. Tim. 43 c; ἐν χειμῶνι ὑπὸ κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου, d. i. Regengüsse, Rep. VI, 496 d; Suid. bemerkt τινὲς ζάλην τὴν χάλαζαν.
Greek (Liddell-Scott)
ζάλη: ᾰ, ἡ, ἡ ἐξέγερσις τῆς θαλάσσης, τρικυμία, (συστροφὴ ἀνέμων μεγάλη, Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. τύπος τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· ἐντεῦθεν ὡσαύτως ζάλος, ζαλάω, ζαλόεις).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 agitation violente des flots ; tempête sur mer ; fig. tempête ; flot de sang;
2 p. ext. tempête, en gén. ouragan, orage.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ζάλη)
σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία
νεοελλ.-μσν.
αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας της ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη
νεοελλ.
1. βύθισμα, λήθαργος («κ' είχε θανάτου ζάλη», Ερωτόκρ.)
2. αντίδραση, ανωμαλία
3. δυσάρεστη ενασχόληση, σκοτούρα («μεγάλη ζάλη μού 'φερες με τις ειδήσεις»)
μσν.-αρχ.
τρικυμία, θαλασσοταραχή
αρχ.
η πύρινη βροχή που βγαίνει από την Αίτνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ζάλη «θύελλα», απ' όπου προήλθε το νεοελλ., είναι άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
ζάλη: [ᾰ], ἡ, (πιθ. από το ζέω), φούσκωμα της θάλασσας, δηλ. τρικυμία, θαλασσοταραχή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· πύρπνοος ζάλη, λέγεται για την πύρινη βροχή που προερχόταν από τις εκρήξεις του ηφαιστείου της Αίτνας, σε Αισχύλ.· μεταφ., ζάλαι, τρικυμίες, στενοχώριες, θλίψεις, «φουρτούνες», σε Πίνδ.