περιάπτω: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(32) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] και το [[προσαρμόζω]] («περιάψης ἐλάφου [[κέρας]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] σε κάποιον κακή [[ιδιότητα]] ή [[πράξη]] («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεμώ]] [[επάνω]] μου [[φυλαχτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («πολὺν μὲν ὄλβον... μεγάλας δὲ τιμάς... τῄ πόλει περιάψειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου («ἀλαζόνα γυναῑκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δυσφημώ]], [[συκοφαντώ]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[ολόγυρα]] [[φωτιά]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] και το [[προσαρμόζω]] («περιάψης ἐλάφου [[κέρας]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] σε κάποιον κακή [[ιδιότητα]] ή [[πράξη]] («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεμώ]] [[επάνω]] μου [[φυλαχτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον («πολὺν μὲν ὄλβον... μεγάλας δὲ τιμάς... τῄ πόλει περιάψειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου («ἀλαζόνα γυναῑκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δυσφημώ]], [[συκοφαντώ]]<br /><b>4.</b> [[ανάβω]] [[ολόγυρα]] [[φωτιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσδένω]], [[εξαρτώ]] γύρω ή πάνω, [[εφαρμόζω]], γυίοις φάρμακα [[περάπτων]] (Αιολ. [[τύπος]]), σε Πίνδ. — Μέσ., [[θέτω]] γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[περιάπτω]] τιμάς, <i>αἶσχός τινι</i>, [[προσάπτω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· <i>ἀντὶ καλῆς</i> (<i>δόξης</i>) αἰσχρὰν [[περιάπτω]] τῇ πόλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] [[ολόγυρα]] ή στη [[μέση]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ψω Lys.21.24, etc.:—
A tie, fasten, hang about or upon, γυίοις περάπτων φάρμακα Pi.P.3.52, cf. Call.Hec.1.1.1; τὰ ἐρινεὰ πρὸς τὰς συκᾶς Arist.HA557b29:—Med., put round oneself, wear, [χρυσὸν ἢ ἄργυρον] Pl.R.417a, cf. Plu.Per.12, etc. 2 metaph., π. ὄλβον τινί X.Cyr.1.5.9; ἀγαθὸν [τῇ πόλει] Id.Mem.2.6.13; π. αὑτοῖς τὰ διὰ μέσης θεωρούμενα φυσιολογίας Phld.Rh.1.208S.: mostly in bad sense, π. πήματα, τῆς πενίας πρᾶγμ' αἴσχιόν τινι, attach to one, Simon.97(tm.), Ar.Pl.590; π. ὀνείδη τινί Lys.l.c., cf. Pl.Euthd.272c; αἰσχύνην τῇ πόλει Id.Ap.35a; π. ἀνελευθερίαν (sc. αὐτοῖς) X.Cyr.8.4.32; ἀντὶ καλῆς [δόξης] αἰσχρὰν π. τῇ πόλει D.20.10 (hence π. alone, defame, Vett.Val.285.32); τουτονὶ π. βίον (sc. ἡμῖν) imposed this life upon us, Athenio 1.7; also σχῆμα π. τῷ πυρί Arist. Cael.304a9; τινὰς αἰτίαις π. J.AJ12.5.5; π. τινὰ ψόγῳ LXX 3 Ma.3.7. II light a fire all round, Phalar.Ep.122.2 codd.; π. πῦρ Ev.Luc.22.55.
German (Pape)
[Seite 569] (s. ἅπτω), 1) umbinden, umknüpfen, φάρμακα γυίοις, Pind. P. 3, 52; übh. anthun, bes. von schlimmen Dingen, πολὺ τῆς πενίας πρᾶγμ' αἴσχιον ζητεῖς αὐτῷ περιάψαι, Ar. Plut. 590, vgl. Ach. 615; αἰσχύνην τινί, Plat. Apol. 35 a, Schmach anthun; ὄνειδος, Euthyd. 272 a, wie Lys. 21, 24; auch med., sich umthun, Plat. Rep. III, 417 a; τινὶ τιμάς, Xen. Cyr. 1, 5, 9; ἀνελευθερίαν, den Vorwurf der niedrigen Gesinnung sich zuziehen, 8, 4, 32; ἀγαθόν τινι, Mem. 2, 6, 13; δύναμιν, Hier. 11, 13; αἰσχρὰν δόξαν πόλει, Dem. Lpt. 10 u. Folgde, wie Luc. Pseudol. 25. – 2) ringsum Feuer anzünden, Phalar. ep. 5, zw.
Greek (Liddell-Scott)
περιάπτω: μέλλ. -ψω, δένω, περιδένω, ἐξαρτῶ ἔκ τινος, ἐφαρμόζω, φάρμακα περάπτων (Αἰολ. τύπ.) Πινδ. Π. 3. 94· τὰ ἐρινᾶ πρὸς τὰς συκᾶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6. ― Μέσ., θέτω περὶ ἐμαυτόν, κρεμῶ ἐπάνω μου, φορῶ, ἄργυρον ἢ χρυσὸν Πλάτ. Πολιτ. 417Α· λίθους πολυτελεῖς Πλουτ. Περικλ. 12, κτλ. 2) μεταφορ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, π. πήματα, τιμάς, αἶσχός τινι, προσάπτω εἴς τινα, ἀποδίδω, Σιμων. 103 (ἐν τμήσει), Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, Πλ. 590· π. ὄνειδός τινι Λυσ. 164. 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· αἰσχύνην τῇ πόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 35Α· ἀνελευθερίαν (ἐξυπ. αὐτοῖς) Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· ἀντὶ καλῆς [δόξης] αἰσχρὰν π. τῇ πόλει Δημ. 460. 4· καὶ τουτονὶ περιῆψεν (ἡμῖν δηλ.) ὃν νυνὶ βίον ζῶμεν, ἐπέβαλον ἡμῖν τοῦτον τὸν βίον ὃν ζῶμεν, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 7· ― ὡσαύτως, σχῆμα π. τῷ πυρὶ Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 5, 6· τινά τινι, περιβάλλω τινὰ μέ τι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· π. τινὰ ψόγῳ Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 7). ΙΙ. ἀνάπτω πέριξ πῦρ, ἀνεβιβάσαμεν αὐτὸν καὶ περιήψαμεν Φαλάρ. Ἐπιστ. 5, σ. 28· ἀνάπτω, περιαψάντων πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457.
French (Bailly abrégé)
attacher autour : διάδημα τῷ τραχήλῳ PLUT attacher un diadème autour de son cou ; fig. αἰσχύνην τινί PLAT attacher de la honte au nom de qqn ; τινι τιμάς XÉN attribuer des honneurs à qqn ; ἀγαθόν τινι XÉN faire du bien à qqn ; sans dat. de pers. : ἀνελευθερίαν XÉN faire à qqn ou à soi-même la réputation de n’être pas libéral;
Moy. περιάπτομαι attacher à ou sur soi-même ; porter attaché ou suspendu, acc..
Étymologie: περί, ἅπτω.
English (Slater)
περιάπτω v. περάπτω.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και το προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.)
2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.)
νεοελλ.
κρεμώ επάνω μου φυλαχτό
αρχ.
1. αποδίδω κάτι σε κάποιον («πολὺν μὲν ὄλβον... μεγάλας δὲ τιμάς... τῄ πόλει περιάψειν», Ξεν.)
2. κρεμώ κάτι επάνω μου («ἀλαζόνα γυναῑκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῑς», Πλούτ.)
3. δυσφημώ, συκοφαντώ
4. ανάβω ολόγυρα φωτιά.
Greek Monotonic
περιάπτω: μέλ. -ψω,
I. 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ γύρω ή πάνω, εφαρμόζω, γυίοις φάρμακα περάπτων (Αιολ. τύπος), σε Πίνδ. — Μέσ., θέτω γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ.
2. μεταφ., περιάπτω τιμάς, αἶσχός τινι, προσάπτω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· ἀντὶ καλῆς (δόξης) αἰσχρὰν περιάπτω τῇ πόλει, σε Δημ.
II. ανάβω φωτιά ολόγυρα ή στη μέση, σε Καινή Διαθήκη