πολύπλανος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[πολυπλάνητος]], [[πολυπλανεμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>πλανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[πολυπλάνητος]], [[πολυπλανεμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>πλανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύπλᾰνος:''' -ον, = [[πολυπλανής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλᾰνος Medium diacritics: πολύπλανος Low diacritics: πολύπλανος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: polýplanos Transliteration B: polyplanos Transliteration C: polyplanos Beta Code: polu/planos

English (LSJ)

ον,

   A = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].

Greek Monotonic

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.