νοθεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νοθεία]]) [[νοθεύω]]<br /><b>1.</b> [[αλλοίωση]] της γνησιότητας ενός πράγματος με [[ξένα]] συστατικά που προστίθενται σε αυτό («[[νοθεία]] κρασιού»)<br /><b>2.</b> [[παραποίηση]] της πραγματικότητας με [[αλλοίωση]] τών στοιχείων ή με [[προσθήκη]] ψεύτικων στοιχείων, [[πλαστότητα]] («εκλογική [[νοθεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γέννηση]] από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ [[οἶκος]] διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[νοθεία]]) [[νοθεύω]]<br /><b>1.</b> [[αλλοίωση]] της γνησιότητας ενός πράγματος με [[ξένα]] συστατικά που προστίθενται σε αυτό («[[νοθεία]] κρασιού»)<br /><b>2.</b> [[παραποίηση]] της πραγματικότητας με [[αλλοίωση]] τών στοιχείων ή με [[προσθήκη]] ψεύτικων στοιχείων, [[πλαστότητα]] («εκλογική [[νοθεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γέννηση]] από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ [[οἶκος]] διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοθεία:''' ἡ, [[γέννηση]] [[εκτός]] νόμιμου γάμου, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοθεία Medium diacritics: νοθεία Low diacritics: νοθεία Capitals: ΝΟΘΕΙΑ
Transliteration A: notheía Transliteration B: notheia Transliteration C: notheia Beta Code: noqei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A birth out of wedlock or by a marriage with an inferior, Plu.Them.1, Aem.8, Comp.Ages.Pomp.1.    II spuriousness, τινὲς νοθείαν τοῦ πρώτου βιβλίου κατεψηφίσαντο Olymp.in Mete.4.16.

Greek (Liddell-Scott)

νοθεία: ἡ, (νοθεύω) ἡ γέννησις οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bâtardise, naissance illégitime.
Étymologie: νόθος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νοθεία) νοθεύω
1. αλλοίωση της γνησιότητας ενός πράγματος με ξένα συστατικά που προστίθενται σε αυτό («νοθεία κρασιού»)
2. παραποίηση της πραγματικότητας με αλλοίωση τών στοιχείων ή με προσθήκη ψεύτικων στοιχείων, πλαστότητα («εκλογική νοθεία»)
αρχ.
η γέννηση από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ οἶκος διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

νοθεία: ἡ, γέννηση εκτός νόμιμου γάμου, σε Πλούτ.