λεσχηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεσχηνεύω]] (AM) [[λεσχήν]]<br />(ενεργ. και μέσ.) [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] («εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», <b>Αππ.</b>).
|mltxt=[[λεσχηνεύω]] (AM) [[λεσχήν]]<br />(ενεργ. και μέσ.) [[συζητώ]], [[συνομιλώ]] («εἰς τὸ [[πρόσθεν]] ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», <b>Αππ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεσχηνεύω:''' ([[λέσχη]]), [[μιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αππ.· Μέσ., [[συνομιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]], πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσχηνεύω Medium diacritics: λεσχηνεύω Low diacritics: λεσχηνεύω Capitals: ΛΕΣΧΗΝΕΥΩ
Transliteration A: leschēneúō Transliteration B: leschēneuō Transliteration C: leschineyo Beta Code: lesxhneu/w

English (LSJ)

   A chat or converse with, τοῖς πρέσβεσι App.BC2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.Decent.7 (v.l.), Prorrh.2.4, Morb.1.19, Nic.Dam.3 J.: —Hdt. has the compds. περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

German (Pape)

[Seite 32] (λέσχη), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33.

Greek (Liddell-Scott)

λεσχηνεύω: (λέσχη) ὁμιλῶ, συνδιαλέγομαι μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, συνδιαλέγομαι, Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

converser avec, τινι;
Moy. λεσχηνεύομαι m. sign.
Étymologie: λέσχη.

Greek Monolingual

λεσχηνεύω (AM) λεσχήν
(ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», Αππ.).

Greek Monotonic

λεσχηνεύω: (λέσχη), μιλώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Αππ.· Μέσ., συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.