θορυβάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(17)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορυβάζομαι:''' Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβάζομαι Medium diacritics: θορυβάζομαι Low diacritics: θορυβάζομαι Capitals: ΘΟΡΥΒΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: thorybázomai Transliteration B: thorybazomai Transliteration C: thoryvazomai Beta Code: qoruba/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be troubled, Ev.Luc.10.41 (v.l. τυρβάζῃ): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., EM633.34.

Greek (Liddell-Scott)

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).

Greek Monolingual

θορυβάζομαι (Α) θόρυβος
θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ).

Greek Monotonic

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη