προσπορπατός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α<br />προσαρμοσμένος, καρφωμένος με [[πόρπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πορπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρπη]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
|mltxt=-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α<br />προσαρμοσμένος, καρφωμένος με [[πόρπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πορπῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρπη]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορπᾱτός Medium diacritics: προσπορπατός Low diacritics: προσπορπατός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΠΑΤΟΣ
Transliteration A: prosporpatós Transliteration B: prosporpatos Transliteration C: prosporpatos Beta Code: prosporpato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.