ἄρτι: Difference between revisions

663 bytes added ,  30 December 2018
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἄρτι]])<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> [[ευθύς]] [[αμέσως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> προ πολλού<br /><b>2.</b> [[τώρα]] πια, από δω και [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ερμηνεύεται [[είτε]] ως τοπική [[πτώση]] ενός συμφωνόληκτου θέματος <i>αρ</i>-<i>τ</i>- με την [[έννοια]] της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]) [[είτε]] ως [[αιτιατική]] ουδετέρου σε -<i>ι</i>, που προήλθε από το ίδιο [[θέμα]] <i>αρ</i>-<i>τ</i>-. Το [[άρτι]] φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη [[αντιστοιχία]] [[προς]] τα αρμεν. <i>ard</i> «[[μόλις]], προ ολίγου, [[τώρα]]» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. <i>ard</i>-<i>a</i>-<i>cin</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>γενής</i>), λιθ. <i>arti</i> «[[κοντά]] σε», λατ. <i>ars</i> (<i>artis</i>) «[[δεξιοτεχνία]], [[γνώση]] και [[εμπειρία]] για [[κάτι]]» και πιθ. αρχ. ινδ. <i>ŗtάm</i> «[[κανονισμός]]», <i>ŗtάs</i> «[[σωστός]], [[ορθός]]»].
|mltxt=(AM [[ἄρτι]])<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> [[ευθύς]] [[αμέσως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> προ πολλού<br /><b>2.</b> [[τώρα]] πια, από δω και [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ερμηνεύεται [[είτε]] ως τοπική [[πτώση]] ενός συμφωνόληκτου θέματος <i>αρ</i>-<i>τ</i>- με την [[έννοια]] της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]) [[είτε]] ως [[αιτιατική]] ουδετέρου σε -<i>ι</i>, που προήλθε από το ίδιο [[θέμα]] <i>αρ</i>-<i>τ</i>-. Το [[άρτι]] φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη [[αντιστοιχία]] [[προς]] τα αρμεν. <i>ard</i> «[[μόλις]], προ ολίγου, [[τώρα]]» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. <i>ard</i>-<i>a</i>-<i>cin</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>γενής</i>), λιθ. <i>arti</i> «[[κοντά]] σε», λατ. <i>ars</i> (<i>artis</i>) «[[δεξιοτεχνία]], [[γνώση]] και [[εμπειρία]] για [[κάτι]]» και πιθ. αρχ. ινδ. <i>ŗtάm</i> «[[κανονισμός]]», <i>ŗtάs</i> «[[σωστός]], [[ορθός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρτι:''' [ῐ] (*ἄρω), επίρρ., [[μόλις]], ακριβώς, [[τώρα]], [[τώρα]] δα·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για το [[παρόν]], [[τώρα]] ακριβώς, [[ακόμα]] και [[τώρα]], με ενεστ. και παρακ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το [[παρελθόν]], [[πριν]] από λίγο, με παρατ. και αόρ., σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε μεταγεν. συγγραφείς, λέγεται για το [[μέλλον]], [[αμέσως]], σε Λουκ. κ.λπ.
}}
}}