σκιαρόκομος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει [[πυκνά]] φύλλα τα οποία παρέχουν [[βαθιά]] [[σκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει [[πυκνά]] φύλλα τα οποία παρέχουν [[βαθιά]] [[σκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰρόκομος Medium diacritics: σκιαρόκομος Low diacritics: σκιαρόκομος Capitals: ΣΚΙΑΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: skiarókomos Transliteration B: skiarokomos Transliteration C: skiarokomos Beta Code: skiaro/komos

English (LSJ)

ον,

   A with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.