κοχλίον: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(21)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχλίον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>].
|mltxt=[[κοχλίον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοχλίον:''' τό, υποκορ. του [[κόχλος]], μικρό [[σαλιγκάρι]], σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d’un navire.
Étymologie: κόχλος.

Greek Monolingual

κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Greek Monotonic

κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.