λοχισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοχισμός]], ὁ (Α) [[λοχίζω]]<br />[[στήσιμο]] ενέδρας, [[καρτέρι]], [[παγίδα]].
|mltxt=[[λοχισμός]], ὁ (Α) [[λοχίζω]]<br />[[στήσιμο]] ενέδρας, [[καρτέρι]], [[παγίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοχισμός:''' ὁ ([[λοχίζω]]), [[τοποθέτηση]] σε [[ενέδρα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχισμός Medium diacritics: λοχισμός Low diacritics: λοχισμός Capitals: ΛΟΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lochismós Transliteration B: lochismos Transliteration C: lochismos Beta Code: loxismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.

Greek Monolingual

λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.

Greek Monotonic

λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.