ὁμομαστιγίας: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμομαστιγίας]], ὁ (Α)<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] του [[Διός]] στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[δούλος]], [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαστιγίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]])]. | |mltxt=[[ὁμομαστιγίας]], ὁ (Α)<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] του [[Διός]] στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[δούλος]], [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαστιγίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμομαστῑγίας:''' -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην [[τάξη]] των [[δούλων]], [[ομόδουλος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.
German (Pape)
[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon de fouet, càd d’esclavage.
Étymologie: ὁμός, μαστιγίας.
Greek Monolingual
ὁμομαστιγίας, ὁ (Α)
(ως χαρακτηρισμός του Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μαστιγίας (< μάστιξ)].
Greek Monotonic
ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην τάξη των δούλων, ομόδουλος, σε Αριστοφ.