κανηφορία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανηφορία]], ἡ (Α) [[κανηφορώ]]<br />η [[μεταφορά]], [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], τών ιερών κανίστρων σε εορταστική [[πομπή]] από τις κανηφόρους, το [[έργο]] τών κανηφόρων παρθένων.
|mltxt=[[κανηφορία]], ἡ (Α) [[κανηφορώ]]<br />η [[μεταφορά]], [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], τών ιερών κανίστρων σε εορταστική [[πομπή]] από τις κανηφόρους, το [[έργο]] τών κανηφόρων παρθένων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνηφορία:''' ἡ, το [[αξίωμα]], το [[έργο]] του <i>κανηφόρου</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορία Medium diacritics: κανηφορία Low diacritics: κανηφορία Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kanēphoría Transliteration B: kanēphoria Transliteration C: kaniforia Beta Code: kanhfori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.

Greek Monolingual

κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.

Greek Monotonic

κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.