σκευαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[σκευαγωγός]], -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν<br />αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», <b>[[Πολυδ]].</b><br />γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκευαγωγό</i><br />α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών<br />β) σιδηροδρομικό όχημα του ίδιου προορισμού, [[σκευοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκευαγωγός]]<br />αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, [[αχθοφόρος]], [[χαμάλης]] («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευαγωγά</i><br />α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη<br />β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ [[τριάκοντα]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=-ό / [[σκευαγωγός]], -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν<br />αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», <b>[[Πολυδ]].</b><br />γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκευαγωγό</i><br />α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών<br />β) σιδηροδρομικό όχημα του ίδιου προορισμού, [[σκευοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκευαγωγός]]<br />αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, [[αχθοφόρος]], [[χαμάλης]] («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευαγωγά</i><br />α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη<br />β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ [[τριάκοντα]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευᾰγωγός:''' -όν ([[σκεῦος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, κουβαλά [[αγαθά]] ή αποσκευές, <i>τὰ σκευαγωγά</i>, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] των αποσκευών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰγωγός Medium diacritics: σκευαγωγός Low diacritics: σκευαγωγός Capitals: ΣΚΕΥΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: skeuagōgós Transliteration B: skeuagōgos Transliteration C: skevagogos Beta Code: skeuagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A conveying goods, ἅμαξαι Poll.10.14; σκευαγωγά baggage-trains, Plu.Pomp.6; also, transport vessels, transports, Str.16.4.23.    II as Subst., one who looks to the baggage of an army, baggage-master, X.Cyr.8.5.4.

German (Pape)

[Seite 893] όν, das Geräth wegschaffend; ὁ, Packknecht, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τό, Bagagewagen, Plut. Pomp. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰγωγός: -όν, (σκεῦος) ὁ μεταφέρων σκεύη, ἅμαξαι Πολυδ. Ι΄, 14· ἡμίονοι Συνέσ. 118D· τὰ σκευαγωγά, αἱ ἅμαξαι αἱ μεταφέρουσαι τὰ σκεύη, ἔπιπλα κλπ., Πλουτ. Πομπ. 6· - ὡσαύτως καὶ πλοῖα φορτηγά, ἐνεργοῦνται μετακομίσεις, Στράβ. 780. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐπιτήρησην τῶν ἀποσκευῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 4. Πρβλ. σκευοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert à transporter des bagages ; ὁ σκευαγωγός XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.
Étymologie: σκεῦος, ἄγω.

Greek Monolingual

-ό / σκευαγωγός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν
αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ.
γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό
α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά αποσκευών
β) σιδηροδρομικό όχημα του ίδιου προορισμού, σκευοφόρος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. σκευαγωγός
αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, αχθοφόρος, χαμάλης («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», Ξεν.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευαγωγά
α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη
β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ τριάκοντα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ἀγωγός.

Greek Monotonic

σκευᾰγωγός: -όν (σκεῦος),
I. αυτός που μεταφέρει, κουβαλά αγαθά ή αποσκευές, τὰ σκευαγωγά, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.
II. ως ουσ., επιφορτισμένος με τη φύλαξη των αποσκευών, σε Ξεν.