μυριοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυριοπληθής]], -ές (Μ)<br />[[άπειρος]] ως [[προς]] το [[πλήθος]], [[πολυπληθής]], [[αναρίθμητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])]. | |mltxt=[[μυριοπληθής]], -ές (Μ)<br />[[άπειρος]] ως [[προς]] το [[πλήθος]], [[πολυπληθής]], [[αναρίθμητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μυριοπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]), [[άπειρος]] ως προς τον αριθμό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.
German (Pape)
[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.
Greek Monolingual
μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].
Greek Monotonic
μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.