παρατέμνω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] από τα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] ή [[κατά]] τα [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[κόβω]] ένα [[μέρος]] από [[κάτι]] («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν [[ὑπὲρ]] σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.)<br /><b>3.</b> [[κόβω]] [[λοξά]] («ξύλα παρατετμημένα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόβω]] εσφαλμένα, [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[κοπή]] («οὐκ ἔστι γὰρ [[οὔτε]] παρατέμνειν [[οὔτε]] πλεῑον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] από τα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] ή [[κατά]] τα [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[κόβω]] ένα [[μέρος]] από [[κάτι]] («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν [[ὑπὲρ]] σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.)<br /><b>3.</b> [[κόβω]] [[λοξά]] («ξύλα παρατετμημένα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόβω]] εσφαλμένα, [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[κοπή]] («οὐκ ἔστι γὰρ [[οὔτε]] παρατέμνειν [[οὔτε]] πλεῑον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατέμνω:''' Επικ. αντί [[παρατέμνω]]· παρτᾰμών, αντί <i>παραταμών</i>, μτχ. αορ. βʹ.
}}
}}

Revision as of 20:17, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατέμνω Medium diacritics: παρατέμνω Low diacritics: παρατέμνω Capitals: ΠΑΡΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: paratémnō Transliteration B: paratemnō Transliteration C: paratemno Beta Code: parate/mnw

English (LSJ)

fut. -τεμῶ, Lacon.

   A παρταμῶ Ar.Lys. 116 cod. R :—cut off at the side, π. τινὸς θἤμισυ cut off half from. ., Ar. 1. c. and 132 ; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; cut a rebate in an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος IG 22.463.65 : c. gen. partit., cut off part of... Aristid.Or.48(24).27 :—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks with rebates cut in them, IG11(2).287 B 147,150 (Delos, iii B. C.).    2. cut amiss, make a wrong cut, Thphr. HP 6.3.2.

German (Pape)

[Seite 502] (s. τέμνω), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, ἀποκόπτω τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀποκόπτω μέρος τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) κόπτω ἐσφαλμένως, κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα
2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.)
3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)
4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῑον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

παρατέμνω: Επικ. αντί παρατέμνω· παρτᾰμών, αντί παραταμών, μτχ. αορ. βʹ.