πορνεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α [[πορνεύω]]<br />κοινωνικό [[φαινόμενο]] που, [[κατά]] τη σύγχρονη [[αντίληψη]], ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο [[αντάλλαγμα]] χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («[[πορνεία]] ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας [[ἐκπλήρωσις]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] και το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[συνεύρεση]] ενός άνδρα με άγαμη [[γυναίκα]] η οποία προσφέρει το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]], [[εταιρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συναναστροφή]] με ειδωλολάτρες.
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α [[πορνεύω]]<br />κοινωνικό [[φαινόμενο]] που, [[κατά]] τη σύγχρονη [[αντίληψη]], ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο [[αντάλλαγμα]] χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («[[πορνεία]] ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας [[ἐκπλήρωσις]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] και το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[συνεύρεση]] ενός άνδρα με άγαμη [[γυναίκα]] η οποία προσφέρει το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]], [[εταιρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συναναστροφή]] με ειδωλολάτρες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορνεία:''' ἡ, [[εκπόρνευση]], [[πορνεία]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνεία Medium diacritics: πορνεία Low diacritics: πορνεία Capitals: ΠΟΡΝΕΙΑ
Transliteration A: porneía Transliteration B: porneia Transliteration C: porneia Beta Code: pornei/a

English (LSJ)

Ion. πορν-είη, ἡ,

   A prostitution, Hp.Epid.7.122, etc.; of a man, D.19.200; fornication, unchastity, Ev.Matt.19.9: pl., 1 Ep.Cor. 7.2.    II metaph., idolatry, LXX Ho.4.11,al.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.

Greek (Liddell-Scott)

πορνεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «πορνεία ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ μετὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιμιξία, εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: πορνεύω.

English (Strong)

from πορνεύω; harlotry (including adultery and incest); figuratively, idolatry: fornication.

English (Thayer)

πορνείας, ἡ (πορνεύω), the Sept. for תַּזְנוּת, זְנוּת, זְנוּנִים, fornication (Vulg. fornicatio (and (prostitutio)); used a. properly, of illicit sexual intercourse in general (Demosthenes, 403,27; 433,25): μοιχεία in used of adultery (cf. πορνεία is used metaphorically of the worship of idols: ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (we are not of a people given to idolatry), ἕνα πατέρα ἔχομεν τόν Θεόν, ἄθεος μένἄγονος, πολύθεος δέ ὁ ἐκ πόρνης, τυφλωττων περί τόν ἀληθῆ πατέρα καί διά τοῦτο πολλούς ἀνθ' ἑνός γονεῖς αἰνιττόμενος, Philo de mig. Abr. § 12; τέκνα πορνείας, of idolaters, John , the passage cited others understand physical descent to be spoken of (cf. Meyer))); of the defilement of idolatry, as incurred by eating the sacrifices offered to idols, Revelation 2:21.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α πορνεύω
κοινωνικό φαινόμενο που, κατά τη σύγχρονη αντίληψη, ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο αντάλλαγμα χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («πορνεία ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
η ιδιότητα και το επάγγελμα της πόρνης
μσν.
η συνεύρεση ενός άνδρα με άγαμη γυναίκα η οποία προσφέρει το σώμα της για σαρκική ηδονή, εταιρισμός
αρχ.
συναναστροφή με ειδωλολάτρες.

Greek Monotonic

πορνεία: ἡ, εκπόρνευση, πορνεία, σε Δημ.