καλλικόμας: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλικόμας]], ὁ (Α)<br />ο [[καλλίκομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
|mltxt=[[καλλικόμας]], ὁ (Α)<br />ο [[καλλίκομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικόμας Medium diacritics: καλλικόμας Low diacritics: καλλικόμας Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ
Transliteration A: kallikómas Transliteration B: kallikomas Transliteration C: kallikomas Beta Code: kalliko/mas

English (LSJ)

ὁ, = sq.,

   A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο-κόμας, στραβαλο-κόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.