ἀνοικτίρμων: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοικτίρμων]] (AM) [[οικτίρμων]]<br />[[άσπλαχνος]], [[άκαρδος]]. | |mltxt=[[ἀνοικτίρμων]] (AM) [[οικτίρμων]]<br />[[άσπλαχνος]], [[άκαρδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοικτίρμων:''' -ον, [[ανηλεής]], [[άσπλαχνος]], [[ανελέητος]], σε Σοφ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίρω.
Spanish (DGE)
-ον
implacable τις S.Fr.659, ἀνοικτίρμων τις ἔφυς θεός AP 7.303 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀνοικτίρμων (AM) οικτίρμων
άσπλαχνος, άκαρδος.
Greek Monotonic
ἀνοικτίρμων: -ον, ανηλεής, άσπλαχνος, ανελέητος, σε Σοφ., Ανθ.