ἀνοχή: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(4) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀνοχή]]) [[ανέχω]]<br />η [[ανεκτικότητα]], η [[επιείκεια]], η [[μακροθυμία]]<br /><b>φρ.</b> «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(<b>Κ.Δ.</b>)<br />«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)<br />«η [[ανοχή]] των ξένων θρησκευμάτων»<br />«[[ψήφος]] ανοχής [[προς]] την [[κυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδοτικότητα]], η παθητική [[αντιμετώπιση]] μιας κατάστασης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οίκος]] ανοχής» — το [[πορνείο]]<br /><b>3.</b> (για αγρούς και αμπέλια) [[αφορία]], [[σιτοδεία]]<br /><b>μσν.</b><br />η Ανάληψη (του Χριστού)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[διακοπή]] μιας εργασίας, [[καθυστέρηση]] αποπεράτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]] εχθροπραξιών, [[ανακωχή]]<br /><b>2.</b> [[ευκαιρία]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>3.</b> [[άδεια]], πρόσκαιρη [[διακοπή]] εργασίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἀνοχαί</i><br />ημέρες εορταστικών αργιών<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] μιας διαδικασίας<br /><b>6.</b> [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[ανάρρωση]]<br /><b>7.</b> [[ανατολή]] (του ήλιου). | |mltxt=η (AM [[ἀνοχή]]) [[ανέχω]]<br />η [[ανεκτικότητα]], η [[επιείκεια]], η [[μακροθυμία]]<br /><b>φρ.</b> «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(<b>Κ.Δ.</b>)<br />«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)<br />«η [[ανοχή]] των ξένων θρησκευμάτων»<br />«[[ψήφος]] ανοχής [[προς]] την [[κυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδοτικότητα]], η παθητική [[αντιμετώπιση]] μιας κατάστασης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οίκος]] ανοχής» — το [[πορνείο]]<br /><b>3.</b> (για αγρούς και αμπέλια) [[αφορία]], [[σιτοδεία]]<br /><b>μσν.</b><br />η Ανάληψη (του Χριστού)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[διακοπή]] μιας εργασίας, [[καθυστέρηση]] αποπεράτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]] εχθροπραξιών, [[ανακωχή]]<br /><b>2.</b> [[ευκαιρία]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>3.</b> [[άδεια]], πρόσκαιρη [[διακοπή]] εργασίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἀνοχαί</i><br />ημέρες εορταστικών αργιών<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] μιας διαδικασίας<br /><b>6.</b> [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[ανάρρωση]]<br /><b>7.</b> [[ανατολή]] (του ήλιου). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοχή:''' ἡ ([[ἀνέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]], [[κατάπαυση]], [[ιδίως]] λέγεται για εχθροπραξίες· πληθ., όπως το Λατ. [[induciae]], [[ανακωχή]], [[κατάπαυση]] του [[πυρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (<i>ἀνέχομαι</i>) [[μακροθυμία]], [[ανοχή]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A holding back, stopping, esp. of hostilities: hence mostly in pl., armistice, truce, X.Mem.4.4.17; ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Decr. ap. D. 18.164; διδόναι D.H.8.68; σπείσασθαι Plu.Pel.29; αἱ Καλλισθένους ἀ. Aeschin.2.31; αἱ ἑξαετεῖς ἀ. D.H.3.59; cf. ἀνοκωχή. 2 time, opportunity, οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι LXX 1 Ma.12.25; ἡμερῶν ἀ. delay of some days, POxy.1068.15 (iii A.D.). 3 pl., ἀνοχαί, = Lat. feriae, D.C.39.30. 4 ἀνοχαὶδικῶν, = Lat. iustitium, Id.55.26. II (ἀνέχομαι) long-suffering, forbearance, Ep.Rom.2.4, 3.26. 2 ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι permission to rest, Hdn.3.6.10. 3 relief from disease, Philum. ap. Orib.Syn.8.3.4. III = ἀνατολή, Poll.4.157, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχή: ἡ, (ἀνέχω) διακοπή, ὑπέρθεσις, ἰδίως παῦσις πρόσκαιρος ἐχθροπαξιῶν: ἐντεῦθεν τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. induciae, ἀνακωχή, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4,17· ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Ψήφισ. παρὰ Δημ. 282. 20· διδόναι Διον. Ἁλ. 8. 68· ἄγειν Πλουτ. Ἀλέξ. 55· σπείσασθαι ὁ αὐτ.· αἱ πρὸς Περδίκκαν ἀν. Αἰσχίν. 32. 17· αἱ ἑξαετεῖς ἀν. Διον. Ἁλ. 3. 59: - ἀλλὰ ἀνοκωχὴ (ὃ ἴδε) θεωρεῖται ὡς ὁ Ἀττικώτερος τύπος. ΙΙ. (ἀνέχομαι) μακροθυμία, ἀνοχή, πρὸς Ρωμ. β΄, 4, γ΄, 26. 2) ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι, ἄδειαν πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρωδιαν. 3. 6, 21. ΙΙΙ. = ἀνατολὴ Πολυδ. Δ΄, 157, Ἡσύχ.· ἴδε ἀνίσχω.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά en haut) action de tirer (de l’eau);
II. (ἀνά en arrière) action de retenir, d’où arrêt, suspension, particul. :
1 suspension d’armes, armistice (surtout au pl.);
2 repos, loisir;
3 patience, longanimité NT.
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1tregua en sent. milit., X.Mem.4.4.17, τὰς Καλλισθένους ἀνοχάς Aeschin.2.31, ἀνοχὰς ποιήσασθαι Decr. en D.18.164, σπεισάμενος ... ἀνοχάς Plu.Pel.29, τῶν δ' Ἰουδαίων ... αἰτησαμένων ... ἀνοχάς Plu.2.184e, ἀνοχὰς ... ποιησάμενος Plu.2.223a, ἀνοχὰς αὐτοῖς ἐδίδου D.H.8.68, como pred. αἱ γὰρ ἐξαετεῖς ... ἀνοχαὶ διεληλύθεσαν D.H.3.59.
2 pausa en un mal o enfermedad, Philum. en Orib.Syn.8.3.4, τῆς οἰκοδομῆς Herm.Sim.9.5.1, c. gen. explicativo μηδεμίαν ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδούς no concediendo ninguna pausa para el descanso Hdn.3.6.10.
3 plazo ἡμερῶν POxy.1068.15 (III d.C.).
4 lat. iustitium período en que los tribunales no administraban justicia δικῶν ἀνοχὰς γενέσθαι D.C.55.26.1.
5 lat. feriae, días festivos τὰς ἀνοχὰς τὰς Λατίνας D.C.39.30.4, cf. 41.14.4.
II ocasión c. inf. οὐ γὰρ ἔδωκε αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι LXX 1Ma.12.25.
III c. gen. subjet. tolerancia τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.2.4, 3.26
•c. gen. obj. aguante τοῦ πάθους Ath.Al.M.26.1097B.
IV acción de subir c. gen. obj. ὑδάτων crecida, Gp.1.12.18, de la mano para hacer sombra a los ojos, Basil.M.30.61A, de la salida de un astro, Poll.4.157, Hsch.
English (Strong)
from ἀνέχομαι; self-restraint, i.e. tolerance: forbearance.
English (Thayer)
ἀνοχῆς, ἡ (compare ἀνέχομαι τίνος, under the word ἀνέχω, p. 45), toleration, forbearance; in this sense only in ἀνέχω to hold back, hinder.) (Cf. Trench, § liii.)
Greek Monolingual
η (AM ἀνοχή) ανέχω
η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία
φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.)
«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)
«η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων»
«ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση
νεοελλ.
1. ενδοτικότητα, η παθητική αντιμετώπιση μιας κατάστασης
2. φρ. «οίκος ανοχής» — το πορνείο
3. (για αγρούς και αμπέλια) αφορία, σιτοδεία
μσν.
η Ανάληψη (του Χριστού)
αρχ.-μσν.
η διακοπή μιας εργασίας, καθυστέρηση αποπεράτωσης
αρχ.
1. διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή
2. ευκαιρία, άνεση χρόνου
3. άδεια, πρόσκαιρη διακοπή εργασίας
4. φρ. ἀνοχαί
ημέρες εορταστικών αργιών
5. διακοπή μιας διαδικασίας
6. απαλλαγή από ασθένεια, ανάρρωση
7. ανατολή (του ήλιου).
Greek Monotonic
ἀνοχή: ἡ (ἀνέχω),
I. αναχαίτιση, σταμάτημα, κατάπαυση, ιδίως λέγεται για εχθροπραξίες· πληθ., όπως το Λατ. induciae, ανακωχή, κατάπαυση του πυρός, σε Ξεν.
II. (ἀνέχομαι) μακροθυμία, ανοχή, σε Καινή Διαθήκη