ἀνήσσητος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνήσσητος]], -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)<br />[[αήττητος]], [[ανίκητος]].
|mltxt=[[ἀνήσσητος]], -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)<br />[[αήττητος]], [[ανίκητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήσσητος:''' Δωρ. -ᾶτος, -ον = [[ἀήσσητος]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσσητος Medium diacritics: ἀνήσσητος Low diacritics: ανήσσητος Capitals: ΑΝΗΣΣΗΤΟΣ
Transliteration A: anḗssētos Transliteration B: anēssētos Transliteration C: anissitos Beta Code: a)nh/sshtos

English (LSJ)

Dor. ἀνήσσᾱτος, ον,

   A unconquered, Theoc.6.46.

German (Pape)

[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.

Greek Monolingual

ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνήσσητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον = ἀήσσητος, σε Θεόκρ.