προσωφελητέον: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσωφελητέον''': δεῖ προσωφελεῖν, Ξεν. Ἀγησ. 11, 8. | |lstext='''προσωφελητέον''': δεῖ προσωφελεῖν, Ξεν. Ἀγησ. 11, 8. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσωφελητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must assist, X.Ages.11.8.
Greek (Liddell-Scott)
προσωφελητέον: δεῖ προσωφελεῖν, Ξεν. Ἀγησ. 11, 8.
Greek Monotonic
προσωφελητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.