τίφη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[είδος]] υμενόπτερου εντόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μονόκοκκο [[σιτάρι]] («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σίλφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[είδος]] υμενόπτερου εντόμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μονόκοκκο [[σιτάρι]] («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σίλφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίφη:''' ἡ, [[έντομο]], ίσως [[αράχνη]] που τρέχει πάνω από τα λιμνάζοντα [[ήσυχα]] νερά, Λατ. tipula, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίφη Medium diacritics: τίφη Low diacritics: τίφη Capitals: ΤΙΦΗ
Transliteration A: típhē Transliteration B: tiphē Transliteration C: tifi Beta Code: ti/fh

English (LSJ)

ἡ,

   A one-grained wheat, einkorn, Triticum monococcum, Arist. HA603b26 (pl.), Thphr.HP1.6.5, 8.1.1 (pl.), al., Diocl.Fr.113 (pl.), Gal.6.791, Plin.HN18.93; wrongly glossed by ὄλυρα, Hsch.    II a kind of beetle, Ar.Ach.920,925 (cf. Sch.Rav.ad loc., Suid. s.v. θρυαλλίς).    2 = σίλφη 1, Poll.7.19, Phryn.268 (Lobeck for τίλφη, confirmed by cod. Laur.), Ael.NA8.13. (The quantity of ι is doubtful; pl. τίφαι is written in Thphr.HP8.1.1, Diocl. l.c., dat. τιφαῖς Arist. l.c. (v.l. στιφαῖς).)

German (Pape)

[Seite 1121] ἡ, 1) eine Getreideart, die Einige mit ὄλυρα vergleichen und verwechseln; Arist. H. A. 8, 21; Theophr. – 2) ein Insekt, auch τίλφη u. σίλφη geschrieben, Ar. Ach. 884. 889; nach Andern die auf stehenden Wassern laufende Wasserspinne, bipula; vgl. Ael. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τίφη: [ῑ;] ἡ, εἶδος γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, ἴσως ταὐτὸν καὶ σίλφη, ἢ ἴσως ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα ἀράχνη, Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς εἶδος μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. σίλφη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sorte de blé, pê le même que ὄλυρα;
2 tipule, insecte (cf. τίλφη, σίλφη).
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
είδος υμενόπτερου εντόμου
μσν.-αρχ.
μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)
αρχ.
η σίλφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

τίφη: ἡ, έντομο, ίσως αράχνη που τρέχει πάνω από τα λιμνάζοντα ήσυχα νερά, Λατ. tipula, σε Αριστοφ.