λεπιδωτός: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπιδωτός]], -ή, -όν) [[λεπιδούμαι]]<br />καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ [[δέρμα]] λεπιδωτὸν [ὁ [[κροκόδειλος]]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[λεπιδωτά]]<br />[[τάξη]] ερπετών τών οποίων το [[σώμα]] [[είναι]] καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λεπιδωτός]]<br />α) [[είδος]] μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια<br />β) ο [[ιχθύς]] [[κυπρίνος]]<br />γ) [[είδος]] πολύτιμου λίθου. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπιδωτός]], -ή, -όν) [[λεπιδούμαι]]<br />καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ [[δέρμα]] λεπιδωτὸν [ὁ [[κροκόδειλος]]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[λεπιδωτά]]<br />[[τάξη]] ερπετών τών οποίων το [[σώμα]] [[είναι]] καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λεπιδωτός]]<br />α) [[είδος]] μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια<br />β) ο [[ιχθύς]] [[κυπρίνος]]<br />γ) [[είδος]] πολύτιμου λίθου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπῐδωτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι καλυμμένος με λέπια, φολίδες, λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Ηρόδ.· αυτός που προστατεύεται από φολίδες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ψάρι του ποταμού Νείλου με [[μεγάλα]] λέπια, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A scaly, δέρμα, of the crocodile, Hdt.2.68; ἰχθύες Arist.HA505a24, al.; σῶμα Paul.Aeg.6.78. 2 θώρηξ λ. a cuirass covered with scales, Hdt.9.22, cf. D.C.78.37. II as Subst. λ., ὁ, a fish of the Nile with large scales, Hdt.2.72; = κυπρῖνος, Dorio ap. Ath.7.309b. (Prob. Cyprinus bynni.) 2 a kind of gem, Orph.L. 287.
German (Pape)
[Seite 29] mit Schuppen versehen, schuppig, Arist. de part. anim. 4, 13 H. A. 2, 13 u. öfter, von Thieren; θώρηξ, Her. 9, 22; D. C. 78, 37. – Subst., ein großschuppiger Nilfisch, Her. 2, 72; vgl. Ath. VII, 309 b.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῐδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, φολιδωτός, Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λεπιδωτός, ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος κυπρῖνος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. εἶδος πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert d’écailles;
2 ὁ λεπιδωτός gros poisson du Nil.
Étymologie: λεπιδόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεπιδωτός, -ή, -όν) λεπιδούμαι
καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ.
β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά
τάξη ερπετών τών οποίων το σώμα είναι καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λεπιδωτός
α) είδος μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια
β) ο ιχθύς κυπρίνος
γ) είδος πολύτιμου λίθου.
Greek Monotonic
λεπῐδωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι καλυμμένος με λέπια, φολίδες, λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Ηρόδ.· αυτός που προστατεύεται από φολίδες, στον ίδ.
II. ως ουσ., ψάρι του ποταμού Νείλου με μεγάλα λέπια, στον ίδ.