ἐπικέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], το [[αράζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεγγίζω]] στην [[ξηρά]] («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλλω]] «[[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]»].
|mltxt=[[ἐπικέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], το [[αράζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεγγίζω]] στην [[ξηρά]] («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλλω]] «[[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικέλλω:''' μέλ. <i>-κέλσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έκελσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] στην [[ξηρά]], Λατ. appellere, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εξοκέλλω]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέλλω Medium diacritics: ἐπικέλλω Low diacritics: επικέλλω Capitals: ΕΠΙΚΕΛΛΩ
Transliteration A: epikéllō Transliteration B: epikellō Transliteration C: epikello Beta Code: e)pike/llw

English (LSJ)

aor. 1 ἐπέκελσα, also

   A ἐπέκειλα Act.Ap.27.41: fut. part. acc. ἐπῑκέλσοντα Numen. (v. infr.):—bring ships to shore, νῆας ἐπικέλσαι Od.9.148, cf. Act.Ap.l.c.    2. abs., run ashore, Od.9.138; χέρσῳ ἐ. ἐρετμοῖς A.R.3.575: c.acc., γῆν ἐ. Id.2.352; also of the ship itself, ἡ μὲν ἔπειτα ἠπείρῳ ἐπέκελσεν Od.13.114; of a fish, rush into the net, Numen. ap. Ath.7.321b (cj. for ἐπιτέλσωντα).

German (Pape)

[Seite 947] (s. κέλλω), hinantreiben, bes. vom Schiffe, aus Land rudern, appellere navem, πρὶν νῆας ἐπικέλσαι Od. 9, 148; auch vom Schiffe selbst, ἡ μὲν – ἠπείρῳ ἐπέκελσεν 13, 113; mit Auslassung des acc. scheinbar intransitiv, landen, 9, 138; ἐπικέλσετε νήσῳ Ap. Rh. 2, 382; χέρσῳ ἐρετμοῖς 3, 575; γῆν 2, 352.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικέλσω, ao. ἐπέκελσα;
1 faire aborder : νῆας OD des navires;
2 intr. en appar. (s.e. νῆα) aborder ; ἠπείρῳ OD toucher la terre.
Étymologie: ἐπί, κέλλω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέκελσα: beach a ship, νῆα, Od. 9.138; intr., νηῦς, run in on the beach, Od. 13.114, Od. 9.148 (cf. 149).

Greek Monolingual

ἐπικέλλω (Α)
1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω
2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].

Greek Monotonic

ἐπικέλλω: μέλ. -κέλσω, αόρ. αʹ -έκελσα·
1. οδηγώ στην ξηρά, Λατ. appellere, σε Ομήρ. Οδ.
2. απόλ., εξοκέλλω, στο ίδ.