λοφάω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]]. | |btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A have a crest (λόφος), of larks, Babr.88.4. 2 suffer from having too much crest, Ar.Pax1211 (Com. word formed like βραγχάω, λιθάω, etc.); but λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λοφάω: μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - διότι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ λέξις εἶναι κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ βραγχάω, λιθάω, ποδαγράω, ὑδεράω, κτλ., ἅπερ, ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une huppe, un toupet.
Étymologie: λόφος.
Greek Monotonic
λοφάω: μέλ. λοφήσω,
1. έχω λοφίο (λόφος), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
2. κακώς έχω ως προς το λοφίο (δηλ. έχω λοφίο μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.