εἰσδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[εισδύω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[εισδύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσδύνω:''' [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-[[δύομαι]] (βλ. [[δύω]])· μέλ. -[[δύσομαι]], με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδῡν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] ή [[εισέρχομαι]], μαζί με <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατέρχομαι]], Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν</i>, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ [[σφι]], [[φόβος]] [[μεγάλος]] τους κυρίευσε, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσδύνω Medium diacritics: εἰσδύνω Low diacritics: εισδύνω Capitals: ΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: eisdýnō Transliteration B: eisdynō Transliteration C: eisdyno Beta Code: ei)sdu/nw

English (LSJ)

and Med. εἰσδύομαι (v. δύω): fut. -δύσομαι, with aor. 2 -έδῡν: pf. -δέδῡκα:—

   A get or crawl into, ἐς τὸν θησαυρόν Hdt.2.121. β'; ψυχὴ ἐς ἄλλο ζῷον ἐσδύεται ib.123; εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες the thongs entered into their feet, X.An.4.5.14; εἰς τὴν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς having wormed his way into the League, D.11.4.    2 c. acc., go into, enter, ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι Il.23.622; ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Hdt.1.193; ἄκακον..τρόπον εἰσδύς having put on.., Anaxil.33.3.    3 folld. by relat., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ saw not into what part of the earth she entered, E.IA1583.    II of feelings, δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι great fear came upon them, Hdt. 6.138; εἰσέδυ με..οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν S.OT1317; [ἡ ἀλήθεια] εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Plb.13.5.5; λύπη εἰσδύνουσα Andronic. Rhod. P.571M.

German (Pape)

[Seite 742] = εἰσδύομαι, s. εἰσδύω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσδύνω: καὶ ὡς ἀποθ. εἰσδύομαι (ἴδε δύω): μέλλ. -δύσομαι· μετ’ ἀορ. β΄ -έδῡν, πρκμ. -δέδῡκα, εἰσέρχομαι, εἰσβαίνω, ἐμβαίνω, χώννομαι εἰς …, τὼ δ’ ἐς τεύχεα δύντε (ἐν τμήσει = ἐσδύντε), ἐνεδύσαντο, Ὀδ. Χ. 201· ἐς τὸν θησαυρὸν Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐς ἄλλο ζῴον ἐσδύεται ὁ αὐτ. 2. 123· εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες, τὰ λωρία εἰσεχώρουν εἰς τοὺς πόδας των, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· εἰς τήν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς, κατορθώσας νὰ εἰσέλθῃ, εἰς τὸ Ἀμφικτ. συνέδριον, Δημ. 153. 14. 2) μετ’ αἰτ., κατέρχομαι εἰς, Λατ. subire, οὐδέ τ’ ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 622· εἰσέρχομαι εἰς, ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Ἡρόδ. 1. 193· οἱ κόλακές εἰσι τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες· εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος Ἀναξίλ ἐν Ἀδήλ. 1. 3) ἑπομένου ἀναφορ., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ, δὲν εἶδεν εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς εἰσῆλθε, Εὐρ. Ι. Α. 1583. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, δεινόν τι ἐσέδυνε σφίσι, μέγας φόβος κατελάμβανεν αὐτοῦς, Λατ. subiti animum, Ἡρόδ. 6. 138· εἰσέδυ με … οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1317· οὕτως, ἡ ἀλήθεια εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Πολύβ. 12. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ao.2 εἰσέδυν, pf. εἰσδέδυκα;
se glisser dans, pénétrer dans ; fig. τινά ou τινί se glisser dans l’esprit de qqn en parl. d’une pensée, d’un souvenir.
Étymologie: εἰς, δύνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.2.123

• Morfología: sólo tema de pres.; v. εἰσδύω
1 concr. entrar, meterse c. εἰς y ac. ἐς ἀνθρώπου σῶμα ... ἐσδύνειν ref. a la transmigración del alma, Hdt.l.c., c. ac. ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Hdt.l.c., c. dat. loc. (κώνωψ) <τῇ> τῆς ἀκοῆς ὁδῷ Aesop.292, c. διά y gen. (ἔλαιον) εἰσδύνει διὰ τῶν πόρων Arist.Pr.959b13, cf. HA 534b4.
2 fig., c. suj. de abstr. entrar, invadir σφι βουλευομένοισι δεινόν τι ἐσέδυνε mientras deliberaban (les) invadía un terrible temor Hdt.6.138, λύπη εἰσδύνουσα como expl. de ὀδύνη Chrysipp.Stoic.3.100, cf. Andronic.Rhod.571.

Greek Monolingual

βλ. εισδύω.

Greek Monotonic

εἰσδύνω: [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-δύομαι (βλ. δύω)· μέλ. -δύσομαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ -έδῡν, παρακ. -δέδῡκα·
1. μπαίνω ή εισέρχομαι, μαζί με εἰς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ., κατέρχομαι, Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ σφι, φόβος μεγάλος τους κυρίευσε, σε Ηρόδ.