συμφοιτάω: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />fréquenter ensemble une école : τινι aller à l’école avec qqn, être camarade d’école.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φοιτάω]]. | |btext=-ῶ :<br />fréquenter ensemble une école : τινι aller à l’école avec qqn, être camarade d’école.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φοιτάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συχνάζω]] [[κάπου]] από κοινού, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] [[φοιτώ]] σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. συμφοιτ-έω,
A go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq.988 (lyr.), Pl.Euthd.272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; παρά τινα Pl.Euthd. 304b, etc.; εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23; εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16. (Cf. φοιτάω 1.5, φοιτητής.)
German (Pape)
[Seite 992] mit, zugleich, zusammen häufig oder gewöhnlich wohin gehen; Ar. Equ. 983; παρά τινα, Plat. Euthyd. 304 b; Dem. 39, 24 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφοιτάω: Ἰων. -έω, φοιτῶ, συχνάζω ὁμοῦ εἴς τινα τόπον, Ἡρόδ. 2. 60., 4. 180· κυρίως φοιτῶ εἰς σχολεῖον ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 988, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Δημ., κλπ.· τινί, μετά τινος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· παρά τινα Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β, κτλ.· εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖα ἐκείνῳ Ξεν. Συμπ. 4. 23· εἴς τινος Ἀριστείδ. 1. 520. Πρβλ. φοιτάω 1. 5, φοιτητής.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fréquenter ensemble une école : τινι aller à l’école avec qqn, être camarade d’école.
Étymologie: σύν, φοιτάω.
Greek Monotonic
συμφοιτάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, συχνάζω κάπου από κοινού, σε Ηρόδ.· ιδίως φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον, σε Λουκ.