ἔκπαγλος: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(10) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκπλαγήναι</i>, [[απαρέμφατο]] παθ. αορ. του ρ. <i>εκπλήσσομαι</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκπλαγήναι</i>, [[απαρέμφατο]] παθ. αορ. του ρ. <i>εκπλήσσομαι</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκπαγλος:''' -ον, μετάθ. αντί <i>ἔκπλαγος</i> (από το [[ἐκπλήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρικτός]], [[φοβερός]], λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. <i>ἐκπαγλότατος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>ἔκπαγλον</i> και <i>ἔκπαγλα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές, [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>ἔκπαγλα</i>, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Ep. and Ion. word,
A terrible, violent: I of persons, ὧδ' ἔ. ἐών, of Achilles, Il.21.589 ; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν, also of Achilles, 1.146, 18.170 ; of other heroes, 20.389, 21.452. 2 sts. of things, χειμὼν ἔ. Od.14.522 ; ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν Il.15.198, Od.8.77 ; ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔ. ἐνιπήν 10.448, cf. 17.216. 3 mostly Adv. -λως terribly, vehemently, exceedingly, ἐ. ἀπόλεσσαν Il.1.268 ; κοτέοντο 2.223 ; ἐθέλει οἶκόνδε νέεσθαι ib.357 ; μαίνεται 9.238 ; ὠδύσατ' ἐ. Od.5.340 ; ἔχθαιρε 11.437 ; ὀδύρεται 15.355 ; αἴθεται Hp.Mul.2.171 (ἐκπατίως Erot.) ; ἐ. πονέει ib.1.3 : neut. as Adv., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Il.13.413, cf. Nic. Th.448, etc. ; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔ. ἀεικιῶ Il.22.256 : neut. pl., ἔκπαγλα φιλεῖν to love beyond all measure, 3.415, 5.423 ; ἢν ἔ. χαλεφθῇ Nic. Th.445. II in later Poets the word freq. signifies merely, marvellous, wondrous, ἀνὴρ ἔ. Pi.P.4.79 ; σθένει ἔ. Id.I.7(6).22 ; ἐν πόνοις ἔ. ib.6(5).54 : not freq. in Trag., ἔ. κακόν, τέρας, A.Ag.862, Ch. 548 ; δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ' ἄχθη S.El.204 (lyr.). Adv. ἔκπαγλα marvellously, Id.OC716 (lyr.): in early Prose only once, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα X.Hier.11.3 ; in Com., Eup.8.14D. (Sup.). (Metath. for Εκπλαγος (ἐκπλήσσω) acc. to Eust.68.18 ; perh. dissim. from *ἐκπλαγλος.)
German (Pape)
[Seite 771] (durch Metathesis aus ἐκπλήσσω), Entsetzen erregend, erschrecklich, entsetzlich; von furchtbaren Kriegshelden, καὶ θαρσαλέος πολεμιστής Il. 21, 489; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν 1, 146, wie Hes. O. 153; Pind. P. 4, 79; σθένει I. 6, 22; ἐν πόνοις 5, 21; von Sachen, wie χειμών, fürchterliches Ungewitter, Od. 14, 522; ἔπεα, Schreckwort, 8, 77, wie ἐνιπή 10, 448; τέρας, κακόν, Aesch. Ch. 541 Ag. 836; δείπνων ἄχθη Soph. El. 197. In Prosa ὅπλα ἐκπαγλότατα Xen. Hier. 11. 3. – Adv. ἐκπάγλως, ἀπόλεσσαν Il. 1, 268; ὠδύσατο Od. 5, 340; ἐθέλειν, d. i. gar sehr, Il. 2, 357, wie auch ἔκπαγλον, z. B. ἀεικιῶ σε Od. 22, 256; ἐπεύξατο Il. 13, 413; γαυριᾶν Callim. Del. 247; ἔκπαγλα φιλεῖν, erschrecklich lieben, Il. 3, 415. 5, 424 u. a. D.; Soph. O. C. 720, ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπαγλος: -ον, παλαιὰ Ἐπ. λέξις, πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ ἐκπλήσσω), φοβερός, φρικτός, ἐκπληκτικός: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ ἔκπαγλος ἐὼν καὶ θαρσαλέος πολεμιστής, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως πάλιν, Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) ἐνίοτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν ἔκπαγλος Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν, «ἤγουν, ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· μεγάλως, ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι αὐτόθι 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· ἐκπάγλως... ὀδύρεται Ο. 355: - ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ λέξις σημαίνει ἁπλῶς: θαυμαστός, θαυμάσιος, ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει ἔκπαγλος Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις ἔκπαγλος Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, τέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον ἅπαξ, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. ἐκπαγλέομαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 effrayant, terrible ; adv. • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;
2 p. ext. étonnant, merveilleux, extraordinaire ; adv. • ἔκπαγλα merveilleusement.
Étymologie: par métath. p. *ἔκπλαγος, de ἐκπλήσσω.
English (Autenrieth)
sup. ἐκπαγλότατος: terrible, both of persons and of things; adv., ἔκπαγλον, ἔκπαγλα, ἐκπάγλως, terribly, but often colloquially weakened, ‘exceedingly,’ ἔκπαγλα φιλεῖν, Il. 3.415 (cf. αἰνά, αἰνῶς).
English (Slater)
ἔκπαγλος
1 terrible, awe inspiring of heroes. ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason (P. 4.79) τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ (N. 4.27) “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” (I. 6.54) Ἐνυαλίου ἔκπαγλον υἱὸν Diomedes. fr. 169. 13. of a victor σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις Strepsiades (I. 7.22)
Spanish (DGE)
(ἔκπᾰγλος) -ον
I 1que inspira miedo, terrible de pers., esp. ref. a Aquiles σὺ ... ὧδ' ἔ. ἐών Il.21.589, Πηλεΐδη, πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν Il.1.146, 18.170, cf. 22.256, a otros guerreros Il.20.389, 21.452, ἐν πόνοις ἔ. Ἐνυαλίου terrible en los trabajos de Ares e.d. en la guerra de Áyax, Pi.I.6.54, de los hombres de la raza de bronce, Hes.Op.154, de palabras Il.15.198, Od.8.77, 17.216, ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν Od.10.448, de cosas y abstr. χειμών Od.14.522, ὅπλα X.Hier.11.3, κακόν A.A.862, τέρας A.Ch.548, ἄχθη S.El.204
•neutr. plu. como adv. καὶ ἢν ἔκπαγλα χαλεφθῇ Nic.Th.445.
2 extraordinario, fabuloso ἀνήρ Pi.P.4.79, σθένει τ' ἔ. ἰδεῖν τε μορφάεις Pi.I.7.22, πασῶν πόλεων ἐκπαγλοτατ ... Eup.99.36 δέμας de la esfinge IMEG 129.1 (imper.)
•neutr. como adv. ἔκπαγλον ἐπεύξατο Il.13.413, σ' ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλα φίλησα Il.3.415, cf. 5.423, ἔκπαγλ' ... χερσὶ παραπτομένα πλάτα remo maravillosamente adaptado a nuestras manos S.OC 716, ὧδ' ἔκπαγλον ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο Theoc.25.133, Σύροι δ' ἔκπαγλ' ἀπολοῦνται Orac.Sib.13.32.
II adv. -ως de manera terrible, terriblemente ἐ. ἀπόλεσσαν Il.1.268, ἐ. κοτέοντο Il.2.223, μαίνεται ἐ. Il.9.238, ἐ. ἔχθαιρε Od.11.437, ὠδύσατ' ἐ. Od.5.340, cf. Od.15.355, MAMA 1.234.11 (Frigia, imper.), εἰ δέ τις ἐ. ἐθέλει οἶκονδε νέεσθαι Il.2.357, ἐ. αἴθεται Hp.Mul.2.171, ἐ. πονέει Hp.Mul.1.3, ἐ. θαύμαζε Theoc.25.114.
• Etimología: Forma disim. de *ἐκ-πλαγ-λος, rel. ἐκπλήσσω, ἐκπλαγῆναι, cf. πλήσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκπαγλος, -ον)
αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» — με εκπληκτική δύναμη
γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» — θαυμαστός για τα κατορθώματά του)
αρχ.
1. εκπληκτικός, φοβερός («ἔκπαγλος ἐὼν και θαρσαλέος πολεμιστής», «χειμὼν ἔκπαγλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκ-πλαγ-λος (με ανομοίωση τών δύο -λ-) < θ. εκ-πλαγ- (πρβλ. εκπλαγήναι, απαρέμφατο παθ. αορ. του ρ. εκπλήσσομαι). Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην ποίηση].
Greek Monotonic
ἔκπαγλος: -ον, μετάθ. αντί ἔκπλαγος (από το ἐκπλήσσω)·
I. 1. φρικτός, φοβερός, λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. ἐκπαγλότατος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., ἔκπαγλον και ἔκπαγλα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στους μεταγεν. ποιητές, θαυμάσιος, θαυμαστός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. ἔκπαγλα, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.