δελφύς: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δελφύς]] (-ύος), η (Α)<br />η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δελφύς]] ανάγεται σε ιν δοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>elbh</i>- «[[μήτρα]], νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. <i>g∂r∂buš</i>-, ουδ. με [[θέμα]] σε -<i>ς</i> και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. [[δολφός]]<br />«η [[μήτρα]]» (<b>Ησύχ.</b>), που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>garbha</i>-, αβεστ. <i>gar∂wa</i>- με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] θέματος (<b>βλ.</b> και λ. [[αδελφός]])]. | |mltxt=[[δελφύς]] (-ύος), η (Α)<br />η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δελφύς]] ανάγεται σε ιν δοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>elbh</i>- «[[μήτρα]], νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. <i>g∂r∂buš</i>-, ουδ. με [[θέμα]] σε -<i>ς</i> και συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. [[δολφός]]<br />«η [[μήτρα]]» (<b>Ησύχ.</b>), που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>garbha</i>-, αβεστ. <i>gar∂wa</i>- με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] θέματος (<b>βλ.</b> και λ. [[αδελφός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δελφύς:''' -ύος, ἡ, [[μήτρα]], σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου <i>ἀ-[[δελφός]]</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.
German (Pape)
[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
matrice.
Étymologie: DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».
Greek Monolingual
δελφύς (-ύος), η (Α)
η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. gwelbh- «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš-, ουδ. με θέμα σε -ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός
«η μήτρα» (Ησύχ.), που συνδέεται με αρχ. ινδ. garbha-, αβεστ. gar∂wa- με ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος (βλ. και λ. αδελφός)].
Greek Monotonic
δελφύς: -ύος, ἡ, μήτρα, σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου ἀ-δελφός).