Περσίς: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> (ως <i>επίθ</i>.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[Περσίδα]], η [[κάτοικος]] της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία<br />β) η Περσία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> περσικό [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]] («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> (ως <i>επίθ</i>.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[Περσίδα]], η [[κάτοικος]] της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία<br />β) η Περσία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> περσικό [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]] («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Περσίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του [[Περσικός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[Περσικός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), η Περσία, το σημερινό Ιράν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γυνή]]), η [[γυναίκα]] από την Περσία, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[χλαῖνα]]), ο [[περσικός]] [[μανδύας]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσίς Medium diacritics: Περσίς Low diacritics: Περσίς Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: Persís Transliteration B: Persis Transliteration C: Persis Beta Code: *persi/s

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;

   A χώρη Hdt.3.97, al.    II as Subst.,    1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.    2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.    3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

Greek (Liddell-Scott)

Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl.Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane.
Étymologie: Πέρσης².

English (Strong)

a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.

English (Thayer)

(literally, 'a Persian woman'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian woman: Romans 16:12.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

Περσίς: -ίδος, θηλ. του Περσικός·
I. Περσικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως ουσ.,
1. (ενν. γῆ), η Περσία, το σημερινό Ιράν.
2. (ενν. γυνή), η γυναίκα από την Περσία, σε Ξεν.
3. (ενν. χλαῖνα), ο περσικός μανδύας, σε Αριστοφ.