συνεπιτίθημι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συνεπιτίθεμαι]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συνεπιτίθεμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]] [[επιπλέον]] ή από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., επιτίθεμαι, [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ</i>, [[συνεργάζομαι]] σε [[κάτι]], επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο [[έργο]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιτίθημι Medium diacritics: συνεπιτίθημι Low diacritics: συνεπιτίθημι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: synepitíthēmi Transliteration B: synepitithēmi Transliteration C: synepitithimi Beta Code: sunepiti/qhmi

English (LSJ)

   A help in putting on, put on still more, βάρος Plu.2.728c.    II Med., join in attacking, τῷ Μήδῳ Th.3.54, cf.6.17; τῷ τῆς τύχης πταίσματι Phld.Vit.p.21J.; μετά τινος Th.1.23, 6.10, Pl.Phlb.16a: abs., X.Cyr. 4.2.3, Is.6.29, Arist.Pol.1311b17, LXXDe.32.27, Act.Ap.24.9.    2 σ. τῷ ἔργῳ fall to the work together, Th.6.56.    3 set upon and use to one's own advantage, σ. τῇ ἀγνοίᾳ, τῷ μίσει τινός, Plb.6.43.4; τοῖς καιροῖς Id.3.15.10, 5.87.2.    4 σ. τισὶ ἁμαρτίαν lay a sin to their charge, LXX Nu.12.11.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιτίθημι: ἐπιτίθημι προσέτι, μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι ὁμοῦ εἰς τὸ ἔργον, Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· οὕτως, ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10.

French (Bailly abrégé)

ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;
Moy. συνεπιτίθεμαι;
1 se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;
2 en mauv. part attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

Α
βλ. συνεπιτίθεμαι.

Greek Monolingual

Α
βλ. συνεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

συνεπιτίθημι: μέλ. -θήσω,
I. επιθέτω, βάζω επιπλέον ή από κοινού, σε Πλούτ.
II. Μέσ., επιτίθεμαι, επιπίπτω, εφορμώ από κοινού με, τινι, σε Θουκ.· ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ, συνεργάζομαι σε κάτι, επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο έργο, στον ίδ.