ὠκυδίδακτος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μαθαίνει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[διδακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>δίδακτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μαθαίνει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[διδακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>δίδακτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδίδακτος:''' [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίδακτος Medium diacritics: ὠκυδίδακτος Low diacritics: ωκυδίδακτος Capitals: ΩΚΥΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ōkydídaktos Transliteration B: ōkydidaktos Transliteration C: okydidaktos Beta Code: w)kudi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίδακτος: -ον, ὁ ταχέως διδασκόμενος, ψιττακὸς Ἀνθ. Παλατ. 9.562.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apprend vite.
Étymologie: ὠκύς, διδάσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο-δίδακτος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίδακτος: [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται γρήγορα, σε Ανθ.