ὄντα: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄντα:''' τά, πληθ. μτχ. ουδ. του [[εἰμί]] ([[sum]])·<br /><b class="num">I.</b> τα πράγματα που υπάρχουν [[τώρα]], τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· [[αλλά]] επίσης, [[πραγματικότητα]], [[αλήθεια]], ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όσα έχει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]], [[περιουσία]], όπως το [[οὐσία]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄντα Medium diacritics: ὄντα Low diacritics: όντα Capitals: ΟΝΤΑ
Transliteration A: ónta Transliteration B: onta Transliteration C: onta Beta Code: o)/nta

English (LSJ)

τά, neut. pl. part. of εἰμί

   A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14 ; butalso,    2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d ; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc. ; v. εἰμί.    II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.

German (Pape)

[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. εἰμί.

Greek Monotonic

ὄντα: τά, πληθ. μτχ. ουδ. του εἰμί (sum
I. τα πράγματα που υπάρχουν τώρα, τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· αλλά επίσης, πραγματικότητα, αλήθεια, ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.
II. όσα έχει στην κατοχή του κάποιος, περιουσία, όπως το οὐσία, σε Δημ.