ἵππουρις: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])]. | |mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἵππουρις:''' -ιδος ([[οὐρά]]), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια [[ουρά]], στολισμένος με [[αλογοουρά]], λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (οὐρά) as fem. Adj.,
A horse-tailed, decked with a horse-tail, freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς Il.6.495; τρυφάλεια 19.382; κυνέη Od. 22.124. II as Subst., horse-tail, Ael.NA16.21; Satyr's tail, Phryn.PSp.77B. 2 a water-plant, horse-tail, Equisetum silvaticum, Dsc.4.46, Ps.-Democr.inGp.2.6.27; also,= Equisetum maximum, Dsc.4.47. 3 a complaint in the groin, caused by constant riding, dub. in Hp.Epid.7.122.
German (Pape)
[Seite 1261] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, κυνέη Il. 3, 336, κόρυς 6, 495, τρυφάλεια 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: κόρυς, κυνέη, τρυφάλεια, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἵππουρις, -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου οὐρά, Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου οὐρά, Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι φυτόν, equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς ὕψος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) πάθος τι τοῦ μέρους ἔνθα χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
French (Bailly abrégé)
ιδος ou εως ; acc. ιν;
1 adj. f. garnie d’une queue de cheval;
2 ἡ ἵππουρις queue de cheval.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.
English (Autenrieth)
ιος (οὐρά): with horsetail plume, epith. of the helmet. (Il. and Od. 22.124.)
Greek Monolingual
η (Α ἵππουρις, -ούριδος)
η ουρά του ίππου
νεοελλ.
1. ανατ. το σύνολο τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν προς τα κάτω λοξά και παράλληλα προς το τελικό νημάτιο του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι τρίχες την ουρά του αλόγου
2. θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που έχει θύσανο από ουρά ίππου, ο διακοσμημένος με ουρά ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», Ομ. Ιλ.)
2. ουρά σατύρου
3. πάθηση του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή ιππασία
4. είδος υδρόβιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + οὐρά, κατά τα θηλ. σε -ις (πρβλ. άμπωτις, κίθαρις, πάρδαλις)].
Greek Monotonic
ἵππουρις: -ιδος (οὐρά), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια ουρά, στολισμένος με αλογοουρά, λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.