ὑποσπάω: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> ὑπέσπακα;<br />tirer par en bas : τινα [[ἐκ]] [[τῶν]] ποδῶν LUC qqn par les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> ὑπέσπακα;<br />tirer par en bas : τινα [[ἐκ]] [[τῶν]] ποδῶν LUC qqn par les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποσπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ],<br /><b class="num">1.</b> [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσπώ]] [[κρυφά]], ὑπέσπασε φυγῇ [[πόδα]], απέσυρε το [[πόδι]] του [[κρυφά]], ανεχώρησε [[κρυφά]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A draw away from under, στρώματα D.24.197; τὰ σκολύθριά τινων ὑ. Pl.Euthd.278b; τὸν κίονα Arist.Ph.255b25; ὑ. τινὰ ἐκ τῶν ποδῶν, i. e. trip him up, Luc.Asin.44, cf. Plu.2.535f. 2 draw off, τὴν ὑποστάθμην Protagorid.4; τὸ πῦρ Dsc.1.30; ὑ. τῆς ποσότητος τοῦ γάλακτος reduce the baby's ration of milk, Sor.1.116. II metaph., withdraw secretly. filch away, ποίμνης νεογνὸν θρέμμ' ὑποσπάσας E.El.495; ὑπέσπασεν φυγῇ πόδα withdrew his foot secretly, stole away, Id.Ba.436:—Med. ὑποσπάσασθαι in X.Eq.7.8 is (prob.) to draw one's skirts from under one, of a horseman after mounting:—Pass., to be withdrawn, Arist.Somn.Vig.457b24. 2 εἰπεῖν ὑ. refuse to say, Phld.Lib.p.23 O.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσπάω: μέλλ. -άσω, λαμβάνω, ἀφαιρῶ τι ὑποκάτωθεν, θύρας ἀφαιρεῖν, καὶ στρώμαθ’ ὑποσπᾶν Δημ. 762. 4· ὥσπερ οἱ τὰ σκολύθρια τῶν μελλόντων καθιζήσεσθαι ὑποσπῶντες χαίρουσι καὶ γελῶσιν ἐπειδὰν ἴδωσιν ὕπτιον ἀνατετραμμένον, καθὼς οἱ τὰ σκαμνία τῶν μελλόντων νὰ καθίσωσιν ἀφαιροῦντες κρυφίως ὑποκάτωθεν αὐτῶν χαίρουσι καὶ γελῶσιν ὅταν ἴδωσιν ἀνατετραμμένον, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C· ὁ τὸν κίονα ὑποσπάσας, ἀφελὼν ὑποκάτωθεν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 4, 19· ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν ὁδὸν ὑποσπάσας ἐκτείνει, ἐκ τῶν ποδῶν ὑφελκύσας εἰς τὴν ὁδὸν τὸν ἐξαπλώνει, Λουκ. Ὄνος 44, πρβλ. Πλούτ. 2. 535F· ποίμνης νεογνὸν θρέμμ’ ὑποσπάσας, λαβὼν αὐτὸ ὑποκάτωθεν τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 495. 2) ἀποσπῶ κρυφίως, ὑπέσπασε φυγῇ πόδα, ἀπέσυρε τὸν πόδα του κρυφίως, ἀνεχώρησε λάθρα, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 436. ― Μέσ., ὑποσπάσασθαι ἐν Ξενοφ. Ἱππ. 7, 8, σημαίνει πιθανῶς τὸ ἀποσύρειν κάτωθεν τὰ κράσπεδα τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ ἱππέως μετὰ τὴν ἐπὶ τοῦ ἵππου ἀνάβασιν. ― Παθητ., ἀποσύρομαι, Ἀριστ. π. Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 23· πρβλ. ὑποπλάσσομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. ὑπέσπακα;
tirer par en bas : τινα ἐκ τῶν ποδῶν LUC qqn par les pieds.
Étymologie: ὑπό, σπάω.
Greek Monotonic
ὑποσπάω: μέλ. -άσω [ᾰ],
1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι από κάτω, σε Πλάτ., Δημ.
2. αποσπώ κρυφά, ὑπέσπασε φυγῇ πόδα, απέσυρε το πόδι του κρυφά, ανεχώρησε κρυφά, σε Ευρ.