ἡρωίνη: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(16) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἡρωΐνη]] και ἡρῴνη και ἠροΐνα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(θηλ. του [[ήρως]]) [[ηρωίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το [[ήρως]], ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>heroine</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>hero</i>- του γαλλ. ιατρικού όρου <i>heroique</i> «[[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[τολμηρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>)]. | |mltxt=η (Α [[ἡρωΐνη]] και ἡρῴνη και ἠροΐνα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(θηλ. του [[ήρως]]) [[ηρωίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το [[ήρως]], ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>heroine</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>hero</i>- του γαλλ. ιατρικού όρου <i>heroique</i> «[[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[τολμηρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡρωίνη:''' [ῑ], ἡ, θηλ. του [[ἥρως]], [[ηρωίδα]], σε Θεόκρ.· συνηρ. [[ἡρῴνη]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, fem. of ἥρως,
A heroine, Theoc. 13.20, 26.36, Call.Del.161, D.P.1022, Luc.Nec.15, D.C.48.50: contr. ἡρῴνη, Ar.Nu.315, IG14.1389i55, 22.1358.8, al.; ἠροΐνα ib.12(2).228 (Mytil.). II a deceased woman (cf. ἥρως 11), CIG2259 (Samos), IG3.889; of a deified Empress, Jul.Caes.334b.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρωίνη: ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ ἥρως, ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. ἥρως ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.
Greek Monolingual
η (Α ἡρωΐνη και ἡρῴνη και ἠροΐνα)
νεοελλ.
(φαρμ.) παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
αρχ.
(θηλ. του ήρως) ηρωίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το ήρως, ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. heroine < θ. hero- του γαλλ. ιατρικού όρου heroique «δραστικός, ισχυρός, τολμηρός» + -ine)].
Greek Monotonic
ἡρωίνη: [ῑ], ἡ, θηλ. του ἥρως, ηρωίδα, σε Θεόκρ.· συνηρ. ἡρῴνη, σε Αριστοφ.