τύμμα: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τύπτω]], [[πλήγμα]], [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυπ</i>- του [[τύπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- σε -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τύπτω]], [[πλήγμα]], [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυπ</i>- του [[τύπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- σε -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύμμα:''' -ατος, τό ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμμα Medium diacritics: τύμμα Low diacritics: τύμμα Capitals: ΤΥΜΜΑ
Transliteration A: týmma Transliteration B: tymma Transliteration C: tymma Beta Code: tu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τύπτω)

   A blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).

Greek (Liddell-Scott)

τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup, blessure.
Étymologie: τύπτω.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ
το αποτέλεσμα του τύπτω, πλήγμα, χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω + κατάλ. -μα με αφομοίωση του -π- σε -μ- (πρβλ. γράμ-μα)].

Greek Monotonic

τύμμα: -ατος, τό (τύπτω), χτύπημα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.