δυσήκοος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσήκοος]], -ον)<br />[[βαρήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απείθαρχος<br /><b>2.</b> [[φοβερός]] στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσήκοος]], -ον)<br />[[βαρήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απείθαρχος<br /><b>2.</b> [[φοβερός]] στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσήκοος:''' -ον ([[ἀκούω]]), [[βαρήκοος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard of hearing, ὦτα Ph.2.35; δυσήκοος ὦ Στρατονίκη, epitaph in Inscr.Mus.Alex.299 (iii B. C.); disobedient, Plu.2.13f. II ill-sounding, terrible to hear, prob. in S. Fr.220; unpleasant to the ear, Demetr.Eloc.48, Poll.2.117, Philostr. VS1.12; of an orator, Eun.VSp.456 B.
German (Pape)
[Seite 680] 1) schwer hörend, Ep. ad. 445 (App. 304); schwer zu hören, φωνή Philostr., wie Poll. 2, 117. – 2) ungehorsam, πρὸς τὰς ἐπιτιμήσεις Plut. educ. lib. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήκοος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀκούων, βαρήκοος, Ἀνθ. Π. παραρτ. 304· ἀπειθής, Πλούτ. 2. 13F. ΙΙ. ὃν δυσκόλως ἀκούει τις, Φιλόστρ. 496.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 indocile;
2 difficile à entendre.
Étymologie: δυσ-, ἀκούω.
Spanish (DGE)
-ον
I de palabras
1 desagradable, duro de oír, terrible de oír s. cont., S.Fr.220.
2 difícil de entender τῷ αἰνιγματώδει τῶν λόγων ... δ. de un orador, Eun.VS 457
•neutr. subst. dificultad de entender διὰ τὸ τοῦ λόγου δ. Eust.106.13.
II de sonidos, voces, ruidos, sent. fís.
1 desagradable al oído δ. ἡ τῶν γραμμάτων σύμπληξις ref. la cacofonía, Demetr.Eloc.48, τὴν πηδῶσαν ... ἠχὼ ἐς τὰ ὄρη δυσήκοον Philostr.VA 6.26.
2 difícil de oír δυσηκόους τῷ ψόφῳ τὰς φωνάς voces difíciles de oír por el ruido Plu.2.722a, cf. Poll.2.117, Philostr.VS 496.
III de pers.
1 que oye con dificultad, sordo ὦτα por la vejez, Ph.2.35, πρὸς τοὺς ὑποκώφους, εἴτε δυσκώφους εἴτε δυσηκόους Gal.12.650, cf. App.Anth.3.158.
2 que no quiere oír, desinteresado en oír πρὸς τὰς ἐπιτιμήσεις δ. Plu.2.13f, τὸν ἀπειθῆ λαὸν καὶ δυσήκοον de los judíos, Ast.Am.Hom.7.1.1
•que no atiende las súplicas, prob. de una divinidad IMEG 29 (heleníst.).
IV adv. -ως: δ. ἔχειν oír mal Eust.1278.56.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσήκοος, -ον)
βαρήκοος
αρχ.
1. απείθαρχος
2. φοβερός στην ακοή
3. αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα.