τιθασός: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(41) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για άγρια ζώα) εξημερωμένος και [[κατοικίδιος]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική [[τέχνη]] έγινε [[ήμερος]] και [[κηπαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευάγωγος]], [[ευπειθής]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («[[ὅταν]] [[Ἄρης]] τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τιθασῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ήμερο, με πράο τρόπο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τιθασῶς ἔχω πρὸς τινα» — φέρομαι με ήμερο, με πράο τρόπο σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>τι</i>-<i>θα</i>-<i>σός</i>, σχηματισμένο με εκφραστικό διπλασιασμό <i>τι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τι</i>-<i>θήνη</i>) και [[επίθημα]] -<i>σός</i>, που απαντά σε λ. της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, <i>ῥυ</i>-<i>σός</i>), συνδέεται πιθ. με το θ. <i>θη</i>- του [[θῆσθαι]] με σημ. «θηλάζειν» (<b>βλ. λ.</b> [[θήσαι]] και [[τιθήνη]]). Το επίθ. [[τιθασός]], [[ωστόσο]], δεν έχει τη σημ. του μικρού ζώου που θηλάζει [[αλλά]] τη σημ. [[κάθε]] ζώου που [[είναι]] εξημερωμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέφεται από το [[χέρι]] του ανθρώπου. Σ' αυτό διαφέρει [[άλλωστε]] και η σημ. του επιθ. [[τιθασός]] από τη σημ. του συνωνύμου του [[ἥμερος]], που [[είναι]] γενικότερη (<b>βλ. λ.</b> [[ήμερος]])]. | |mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για άγρια ζώα) εξημερωμένος και [[κατοικίδιος]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική [[τέχνη]] έγινε [[ήμερος]] και [[κηπαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευάγωγος]], [[ευπειθής]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («[[ὅταν]] [[Ἄρης]] τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τιθασῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ήμερο, με πράο τρόπο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τιθασῶς ἔχω πρὸς τινα» — φέρομαι με ήμερο, με πράο τρόπο σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>τι</i>-<i>θα</i>-<i>σός</i>, σχηματισμένο με εκφραστικό διπλασιασμό <i>τι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τι</i>-<i>θήνη</i>) και [[επίθημα]] -<i>σός</i>, που απαντά σε λ. της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, <i>ῥυ</i>-<i>σός</i>), συνδέεται πιθ. με το θ. <i>θη</i>- του [[θῆσθαι]] με σημ. «θηλάζειν» (<b>βλ. λ.</b> [[θήσαι]] και [[τιθήνη]]). Το επίθ. [[τιθασός]], [[ωστόσο]], δεν έχει τη σημ. του μικρού ζώου που θηλάζει [[αλλά]] τη σημ. [[κάθε]] ζώου που [[είναι]] εξημερωμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέφεται από το [[χέρι]] του ανθρώπου. Σ' αυτό διαφέρει [[άλλωστε]] και η σημ. του επιθ. [[τιθασός]] από τη σημ. του συνωνύμου του [[ἥμερος]], που [[είναι]] γενικότερη (<b>βλ. λ.</b> [[ήμερος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῐθᾰσός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ζώα, εξημερωμένος, [[ήμερος]], Λατ. [[cicur]], σε Πλάτ.· λέγεται για φυτά, καλλιεργούμενος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατοικίδιος]], [[εσωτερικός]], [[εμφύλιος]], [[Ἄρης]], σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1109] so von Bekker jetzt bei Plat. u. in Oratt. geschrieben, schlechtere u. spätere Schreibung τιθασσός, die Bekker im Arist. beibehalten hat (τιθός, τιθή, τιθήνη), zahm, bes. von Thieren, die gezähmt sind u. im Hause gehalten werden; Ggstz ἄγριος, Plat. Polit. 264 a; χήν, Soph. frg. 745; von Gewächsen, in Gärten künstlich gezogen, veredelt, im Ggstz zu den wildwachsenden, Plut. Coriol. 3 u. A.; auch von Menschen, gemäßigt, mild gestimmt, versöhnt, mild; ὅταν Ἄρής τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ, Aesch. Eum. 336; Epicrat. com. bei Ath. XIII, 570 u. Sp. – Adv., τιθασῶς ἔχειν Plat. Tim. 77 a, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθασός: όν,· (ἴσως ἐκ τῆς ÖΘΑ, θάω, μετ’ ἀναδιπλ., ὡς τὸ τιθήνη)· - ἐξημερωμένος, ἥμερος, μάλιστα ἐπὶ ζῴων, ἥμερος, κατοικίδιος, Λατιν. cicur, χὴν Σοφ. Ἀποσπ. 745, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1, 24, ἀντίθετον τῷ ἄγριος, Πλάτ. Πολιτικ. 264Α· πάντων τιθασ[σ]ότατον καὶ ἡμερώτατον τῶν ἀγρίων ὁ ἐλέφας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· - οὕτως ἐπὶ προσώπων, συχν. παρὰ Πλουτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 178· ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργούμενα, κηπαΐα, Πλουτ. Κοριολ. 3. - Ἐπίρρ., τιθασῶς ἔχω, διάκειμαι ἡμέρως, πράως πρός τινα, Πλάτ. Τίμ. 77Α· τ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 11. 2) μεταφορ., ὡς τὸ ἐμφύλιος· Ἄρης τιθασὸς ὢν Αἰσχύλ. Εὐμ. 356. Ὅτι ὁ γνήσιος τύπος εἶναι τιθασὸς διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ, φαίνεται οὐ μόνον ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀείποτε βραχύνουσι τὸ α. Παρὰ τοῖς μεταγεν. ἐπεκράτησεν ἡ γραφὴ τιθασσὸς διὰ τοῦ διπλοῦ σ, οἷον ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ., καὶ ὡς δείκνυται ἐκ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τύπου εἰς -ότερος, (Διον. Ἁλ. 10. 42), -ότατος (Ἀριστ. ἔνθ ἀνωτ.), ἴδε Lob. Pαth. 433.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 apprivoisé ; en parl. d’une plante cultivé ; en parl. d’un homme civilisé, poli ; doux, traitable : τιθασόν τινα ἑαυτῷ ποιεῖν LUC gagner ou se concilier qqn;
2 du pays, domestique.
Étymologie: DELG apparenté à τιθήνη, avec le sens de « animal qui vient vous manger dans la main ».
Greek Monolingual
-όν, Α
1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος
2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος
3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής
4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.).
επίρρ...
τιθασῶς Α
1. με ήμερο, με πράο τρόπο
2. φρ. «τιθασῶς ἔχω πρὸς τινα» — φέρομαι με ήμερο, με πράο τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τι-θα-σός, σχηματισμένο με εκφραστικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τι-θήνη) και επίθημα -σός, που απαντά σε λ. της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, ῥυ-σός), συνδέεται πιθ. με το θ. θη- του θῆσθαι με σημ. «θηλάζειν» (βλ. λ. θήσαι και τιθήνη). Το επίθ. τιθασός, ωστόσο, δεν έχει τη σημ. του μικρού ζώου που θηλάζει αλλά τη σημ. κάθε ζώου που είναι εξημερωμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέφεται από το χέρι του ανθρώπου. Σ' αυτό διαφέρει άλλωστε και η σημ. του επιθ. τιθασός από τη σημ. του συνωνύμου του ἥμερος, που είναι γενικότερη (βλ. λ. ήμερος)].
Greek Monotonic
τῐθᾰσός: -όν,
1. λέγεται για ζώα, εξημερωμένος, ήμερος, Λατ. cicur, σε Πλάτ.· λέγεται για φυτά, καλλιεργούμενος, σε Πλούτ.
2. μεταφ., κατοικίδιος, εσωτερικός, εμφύλιος, Ἄρης, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).