μεταίρω: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(24) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταίρω]] (ΑM, Α και αιολ. τ. [[πεδαίρω]])<br />[[σηκώνω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]] («τί [[τόδε]] μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς [[ἄγαλμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ψήφισμα]]) [[ανακαλώ]], [[καταργώ]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μεταναστεύω]], [[πετώ]] σε [[άλλο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴρω]] «[[σηκώνω]]»]. | |mltxt=[[μεταίρω]] (ΑM, Α και αιολ. τ. [[πεδαίρω]])<br />[[σηκώνω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]] («τί [[τόδε]] μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς [[ἄγαλμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ψήφισμα]]) [[ανακαλώ]], [[καταργώ]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[μεταναστεύω]], [[πετώ]] σε [[άλλο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴρω]] «[[σηκώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταίρω:''' Αιολ. πεδ-,<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]] και [[απομακρύνω]], [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]], σε Ευρ.· [[ψήφισμα]] [[μεταίρω]], [[ανακαλώ]] μια [[απόφαση]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αναχωρώ]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. (also in Trag.) πεδ-,
A lift up and remove, shift, ἄγαλμα ἐκ βάθρων E.IT1157; πεδαίρειν κῶλον, πόδα, Id.HF819 (lyr.), 872 (troch.); ἐκ τόπων νέους πεδαίρουσα Id.Ph.1027 (lyr.); [ἀναθέματα] OGI573.15 (Cilicia, i A. D.):—Pass., Plu.Alex.76, Diog.Ep.37.4. 2 repeal, ψήφισμα μ. D.19.174. II intr., depart, ἐκεῖθεν Ev.Matt.13.53, cf. 19.1.
German (Pape)
[Seite 147] (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταίρω: Αἰολ. πεδ-, ἐγείρω καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, ἄγαλμα ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε κῶλον, πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· ψήφισμα μ., ἀνακαλεῖν ψήφισμα, καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, μεταναστεύω, ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· ἀπέρχομαι, ἐκεῖθεν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.
French (Bailly abrégé)
f. μεταρῶ, ao. μετῆρα;
enlever pour transporter.
Étymologie: μετά, αἴρω.
English (Strong)
from μετά and αἴρω; to betake oneself, i.e. remove (locally): depart.
English (Thayer)
1st aorist μετῆρα;
1. transitive, to lift up and remove from one place to another, to transfer, (Euripides, Theophrastus, others).
2. in the N. T. intransitive (cf. Winer s Grammar, § 38,1; (Buttmann, § 130,4)) to go away, depart (German aufbrechen): ἐκεῖθεν, Aq.); followed by ἀπό with the genitive of place, Matthew 19:1.
Greek Monolingual
μεταίρω (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω)
σηκώνω κάτι και το μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ
2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αἴρω «σηκώνω»].
Greek Monotonic
μεταίρω: Αιολ. πεδ-,
I. σηκώνω και απομακρύνω, μετατοπίζω, μετακινώ, σε Ευρ.· ψήφισμα μεταίρω, ανακαλώ μια απόφαση, σε Δημ.
II. αμτβ., αναχωρώ, σε Καινή Διαθήκη