σίντης: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σίντις]] και σίντος, ὁ, ΜΑ [[σίνομαι]]<br />([[κυρίως]] για [[λιοντάρι]] ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> [[ληστής]], [[κακούργος]]. | |mltxt=και [[σίντις]] και σίντος, ὁ, ΜΑ [[σίνομαι]]<br />([[κυρίως]] για [[λιοντάρι]] ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> [[ληστής]], [[κακούργος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίντης:''' -ου, ὁ ([[σίνομαι]]), [[καταστροφικός]], [[ολέθριος]], [[κλέφτης]], [[αρπακτικός]], λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,
A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715. 2 Subst., = ἔχις, ib.623. 3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115. 4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.
Greek (Liddell-Scott)
σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.
English (Autenrieth)
ravening. (Il.)
Greek Monolingual
και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.
Greek Monotonic
σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.