ἀργέω: Difference between revisions
(T22) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀργῷ; (to be [[ἀργός]], [[which]] [[see]]); to be [[idle]], [[inactive]]; contextually, to [[linger]], [[delay]]: [[οἷς]] τό [[κρίμα]] [[ἔκπαλαι]] [[οὐκ]] ἀργεῖ, i. e. whose [[punishment]] has [[long]] been [[impending]] and [[will]] [[shortly]] [[fall]]. (In Greek writings from [[Sophocles]] [[down]].) | |txtha=ἀργῷ; (to be [[ἀργός]], [[which]] [[see]]); to be [[idle]], [[inactive]]; contextually, to [[linger]], [[delay]]: [[οἷς]] τό [[κρίμα]] [[ἔκπαλαι]] [[οὐκ]] ἀργεῖ, i. e. whose [[punishment]] has [[long]] been [[impending]] and [[will]] [[shortly]] [[fall]]. (In Greek writings from [[Sophocles]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀργός]] = [[ἀεργός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παραμένω]] [[αδρανής]], είμαι [[άεργος]], δεν κάνω απολύτως [[τίποτε]], σε Ευρ., Ξεν.· <i>γῆἀργοῦσα</i>, γη που παραμένει ακαλλιέργητη, στον ίδ.· ἀργεῖτὸ [[ἐργαστήριον]], το [[εργαστήριο]] δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε [[αργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]], [[ανωφελής]], [[άκαρπος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ήσω: aor.
A ἤργησα BGU698.4 (ii A.D.): pf. ἤργηκα POxy.1160.14 (iii/iv A.D.): (ἀργός, ἀεργός):—to be unemployed, do nothing, Hp.Mochl.23, E.Ph.625, X.Cyr.1.2.15, Pl.R.426a, etc.; keep Sabbath, LXX 2 Ma.5.25; ἀ. τὴν ἑβδόμην J.BJ7.3.3; οἱ ἀργοῦντες the idle, Trag.Adesp.527; γῆ ἀργοῦσα lying fallow, X.Cyr.1.6.11, PFlor.262.9 (iii A.D.); ἀργῆσαν ἤμυσε στέγος S.Fr.864; φησὶν ἀργῆσαι τὸ ἐργαστήριον is out of work, D.27.19; of the senses, to be at rest, νυκτὸς τῆς ὄψεως ἀργούσης Arist.Pr.903a21, cf. Somn.Vig.455a30: c. gen. rei, ἀργήσει . . τῆς αὑτοῦ δημιουργίας will be unoccupied in his own work, Pl.R.371c. II Pass., to be left undone, X.Cyr.2.3.3; to be fruitless, ἡ σκέψις ἂν ἀργοῖτο Id.Hier.9.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέω: μέλλ. -ήσω (ἀργός, ἀεργός), μένω, διατελῶ ἀργός, οὐδὲν πράττω, Ἱππ. Μοχλ. 854, Σοφ. Ἀποσπ. 742, Εὐρ. Φοίν. 625, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πλάτ. κλ.˙ οἱ ἀργοῦντες, οἱ ἀργοί, οἱ μηδὲν πράττοντες, Σοφ. Ἀποσπ. 1. 288˙ γῆ ἀργοῦσα, διατελοῦσα ἀκαλλιέργητος, χέρσος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11˙ ἀργεῖ τὸ ἐργαστήριον, δὲν εὑρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ, ἀντίθ. τῷ ἐνεργόν ἐστι, Δημ. 819. 17: σχολάζω, ἀναπαύομαι, δὲν ἐνεργῶ, νυκτὸς δὲ τῆς ὄψεως ἀργούσης Ἀριστ. Πρβλ. 11. 33, 4: - μετὰ γεν. πράγματος, ἂν οὖν κομίσας ὁ γεωργὸς εἰς τὴν ἀγοράν τι ὧν ποιεῖ ἤ τις ἄλλος τῶν δημιουργῶν μὴ εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον ἥκῃ τοῖς δεομένοις τὰ παρ’ αὐτοῦ ἀλλάξασθαι, ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ; θὰ ἀφήσῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ θὰ κάθηται νὰ περιμένῃ ἀργὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ; Πλάτ. Πολ. 371C. ΙΙ. Παθ., μένω ἀνεκτέλεστος, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3: μένω ἀνόνητος, ἀλυσιτελής, ὁ αὐτ. Ἱερ. 9. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne pas travailler, ne rien faire ; γῆ ἀργοῦσα XÉN terre inactive, en jachère ; Pass. être négligé ; être stérile.
Étymologie: contr. de ἀεργέω, de ἀργός².
Spanish (DGE)
I c. suj. de pers.
1 no trabajar sin exclusión de otras actividades παῖδες X.Cyr.1.2.15, διὰ τί ἀργεῖς; Hierocl.Facet.190, cf. D.2.23, 3.35, PCair.Zen.304.7 (III a.C.), PWash.Univ.18.14 (III d.C.)
•tener vacaciones el mozo de un tejedor POxy.2971.29 (I d.C.), una esclava PWisc.5.20 (II d.C.), ὑπὸ τοῦ Σεουήρου ἀργοῦντος D.C.75.15.5, del descanso sabático, LXX 2Ma.5.25, cf. c. ac. ἀ. τὴν ἑβδόμην I.BI 7.52
•faltar al trabajo por otras causas POxy.2971.32, PWisc.5.27 (II d.C.), SB 7612.9 (II/III d.C.)
•estar inactivo después de cenar, Plu.2.134a, πρὸς τὴν μάχην Longin.9.10, ταῖς τοιαύταις ἐνεργείαις Plot.5.1.12
•tb. de anim. quedarse quieto las gaviotas, D.P.Au.2.11
•c. sent. peyor. perder el tiempo, holgazanear ἀργῶν καὶ πάντων ἀμελῶν Pl.R.561d, οἱ ἀργοῦντες los perezosos, Trag.Adesp.527, cf. POxy.1581.5 (II d.C.).
2 c. gen. cesar de, abandonar τῆς αὑτοῦ δημιουργίας Pl.R.371c
•abstenerse de σωματικῶν Cyr.H.Procatech.6, ἀργεῖν τῆς ἀγορᾶς AB 238.2, c. ἀπό y gen. ἀργῆσαι ἀπὸ τῆς ἀγαθοποιΐας abstenerse de hacer el bien, 1Ep.Clem.33.1.
II c. suj. no de pers.
1 estar inactivo, en descanso un miembro, Hp.Mochl.23, ξίφος E.Ph.625 φλόξ E.Tr.1261, γῆ un campo en barbecho, X.Cyr.1.6.11, cf. PCair.Zen.816.6 (III a.C.), στέγος una casa desatendida, S.Fr.864, ἐργαστήριον un taller que no trabaja, D.27.19, PCair.Zen.443.11 (III a.C.), ἅμαξα un carro que está fuera de uso PCair.Zen.207.13 (III a.C.), los sentidos durante el sueño, Arist.Pr.903a21, κρίμα un juicio que no se realiza 2Ep.Petr.2.3, δύναμις ... λανθάνουσα καὶ ἀργοῦσα Plu.2.405f
•dejar de hacer en v. pas. οὐδέν ... αὐτοῖς ἀργεῖται τῶν πράττεσθαι δεομένων X.Cyr.2.3.3, ἂν ἡ σκέψις ἀργοῖτο X.Hier.9.9.
2 fig. ser estéril el judaísmo, Chrys.M.60.437, ἡ ὑπόθεσις Plb.3.5.8
•quedar sin efecto τὰ ἀντιγραφέντα ὑπ' αὐτοῦ sus acusaciones, SB 10989.58 (IV d.C.)
•no tener lugar ἡ τῆς τιμωρίας ψῆφος Thdt.M.81.1088B
•cesar un rumor, Serap.Man.23.
III tr. dejar inactivo τὸ ἑωρακὸς ἀργεῖ τὴν θέαν οὐκ ἀργοῦν τὴν ἐπιστήμην Plot.6.9.10.
English (Strong)
from ἀργός; to be idle, i.e. (figuratively) to delay: linger.
English (Thayer)
ἀργῷ; (to be ἀργός, which see); to be idle, inactive; contextually, to linger, delay: οἷς τό κρίμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ, i. e. whose punishment has long been impending and will shortly fall. (In Greek writings from Sophocles down.)
Greek Monotonic
ἀργέω: μέλ. -ήσω (ἀργός = ἀεργός)·
I. παραμένω αδρανής, είμαι άεργος, δεν κάνω απολύτως τίποτε, σε Ευρ., Ξεν.· γῆἀργοῦσα, γη που παραμένει ακαλλιέργητη, στον ίδ.· ἀργεῖτὸ ἐργαστήριον, το εργαστήριο δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε αργία, σε Δημ.
II. Παθ., μένω ανεκτέλεστος, ανωφελής, άκαρπος, σε Ξεν.