κατάπλυσις: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπλυσις]], ἡ (Α) [[καταπλύνω]]<br />[[πλύσιμο]], [[λούσιμο]], [[καθάρισμα]] με [[νερό]].
|mltxt=[[κατάπλυσις]], ἡ (Α) [[καταπλύνω]]<br />[[πλύσιμο]], [[λούσιμο]], [[καθάρισμα]] με [[νερό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπλῠσις:''' ἡ, [[πλύσιμο]] σε [[νερό]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλῠσις Medium diacritics: κατάπλυσις Low diacritics: κατάπλυσις Capitals: ΚΑΤΑΠΛΥΣΙΣ
Transliteration A: katáplysis Transliteration B: kataplysis Transliteration C: kataplysis Beta Code: kata/plusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bathing in water, τῶν σκελῶν X.Eq.5.9.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλυσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ καταχεομένου ὕδατος πλύσις, κάθαρσις, τῶν σκελῶν Ξεν. Ἱππ. 5. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de laver.
Étymologie: καταπλύνω.

Greek Monolingual

κατάπλυσις, ἡ (Α) καταπλύνω
πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.

Greek Monotonic

κατάπλῠσις: ἡ, πλύσιμο σε νερό, σε Ξεν.