κάππαρις: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />câprier, <i>plante</i> ; câpre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
|btext=εως (ἡ) :<br />câprier, <i>plante</i> ; câpre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάππᾰρις:''' -εως, ἡ, το [[φυτό]] [[κάππαρη]] ή ο [[καρπός]] της κάππαρης, Λατ. [[capparis]], σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάππᾰρις Medium diacritics: κάππαρις Low diacritics: κάππαρις Capitals: ΚΑΠΠΑΡΙΣ
Transliteration A: kápparis Transliteration B: kapparis Transliteration C: kapparis Beta Code: ka/pparis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,

   A caper-plant, Capparis spinosa, or its fruit, caper, Hp.Fist.10 (v.l. καπαρ-), Arist.Pr.924a1, Antiph.62, Timocl. 23, Alex.127.6, Thphr.HP6.5.2, PCair.Zen.488 (iii B.C.), LXXEc. 12.5, Dsc.2.173, etc.; ὁ Ζήνων ὤμνυε τὴν κ. Empedusap.Ath.9.370c.

German (Pape)

[Seite 1324] εως, ἡ, der Kapernstrauch u. seine Frucht, die Kapern; Hippocr. u. Theophr.; Ath. XIII, 567 e.

Greek (Liddell-Scott)

κάππαρις: -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· ἐντεῦθεν εν τῷ ὑποκορ. ἡ παροιμία, πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ ῥίζα αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
câprier, plante ; câpre.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.

Greek Monotonic

κάππᾰρις: -εως, ἡ, το φυτό κάππαρη ή ο καρπός της κάππαρης, Λατ. capparis, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).