πάροινος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ακόλαστος]] («[[πάροινος]] [[βασιλεία]]», Θεοφ. Σιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παροίνιος]]<br /><b>2.</b> [[οινοπότης]], [[μέθυσος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάροινον</i><br />η [[ιδιότητα]] του παροίνου, η [[παροινία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροίνως</i> Α<br />[[κατά]] τον τρόπο του παροίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κάτ</i>-<i>οινος</i>)]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ακόλαστος]] («[[πάροινος]] [[βασιλεία]]», Θεοφ. Σιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παροίνιος]]<br /><b>2.</b> [[οινοπότης]], [[μέθυσος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάροινον</i><br />η [[ιδιότητα]] του παροίνου, η [[παροινία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροίνως</i> Α<br />[[κατά]] τον τρόπο του παροίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κάτ</i>-<i>οινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάροινος:''' -ον, = [[παροινικός]], [[Λυσίας]] κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = παροινικός, Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc. ; μάχαι π. Anacreont.40.12 ;τὸ σὸν π. Men.Pk.444. Adv. -νως Poll.6.21. II = παροίνιος11, ὄρχησις Ath. 14.629e.
German (Pape)
[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄ , 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ivre.
Étymologie: παρά, οἶνος.
English (Strong)
from παρά and οἶνος; staying near wine, i.e. tippling (a toper): given to wine.
English (Thayer)
πάροινον, a later Greek word for the earlier παροίνιος (παρά (which see IV:1) and οἶνος, one who sits long at his wine), given to wine, drunken: brawling, abusive).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα του παροίνου, η παροινία.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο του παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶνος (πρβλ. κάτ-οινος)].
Greek Monotonic
πάροινος: -ον, = παροινικός, Λυσίας κ.λπ.