Φρύγιος: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(SL_2) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Φρῠγιος</b> <br /> <b>1</b> Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347. | |sltr=<b>Φρῠγιος</b> <br /> <b>1</b> Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Φρύγιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον ([[Φρύξ]])·<br /><b class="num">1.</b> [[Φρύγιος]], Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη [[Φρυγία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Φρύγιοι νόμοι</i>, [[μέλη]], Φρυγική [[μουσική]], δηλ. [[μουσική]] που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη [[μουσική]] με [[λύρα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.
English (Slater)
Φρῠγιος
1 Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.
Greek Monotonic
Φρύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (Φρύξ)·
1. Φρύγιος, Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Φρυγία, σε Ευρ.
2. Φρύγιοι νόμοι, μέλη, Φρυγική μουσική, δηλ. μουσική που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη μουσική με λύρα, σε Ευρ.