ἀντιπαρέχω: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀντιπαρέχω]])<br />[[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, [[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀντιπαρέχω]] πράγματα» — [[δημιουργώ]] κι εγώ προβλήματα σε κάποιον. | |mltxt=(Α [[ἀντιπαρέχω]])<br />[[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, [[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀντιπαρέχω]] πράγματα» — [[δημιουργώ]] κι εγώ προβλήματα σε κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιπαρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· <i>ἀντ. πράγματα</i>, [[προκαλώ]] [[πρόβλημα]] ως [[ανταπόδοση]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 30 December 2018
English (LSJ)
A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.). 2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.
French (Bailly abrégé)
1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.
Spanish (DGE)
1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).
Greek Monolingual
(Α ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιπαρέχω: μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.