ἀπομιμνῄσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(big3_6)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[recordar]], [[reconocer]] χάριν pagar un favor</i> Hes.<i>Th</i>.503, E.<i>Alc</i>.299, Th.1.137, <i>CEG</i> 177.9 (Janto V/IV a.C.), c. gen. ἑκάστου Polyaen.4.6.2<br /><b class="num">•</b>[[tener reconocimiento, agradecimiento]] c. dat. οἱ ἀπομνήσαντο <i>Il</i>.24.428.
|dgtxt=[[recordar]], [[reconocer]] χάριν pagar un favor</i> Hes.<i>Th</i>.503, E.<i>Alc</i>.299, Th.1.137, <i>CEG</i> 177.9 (Janto V/IV a.C.), c. gen. ἑκάστου Polyaen.4.6.2<br /><b class="num">•</b>[[tener reconocimiento, agradecimiento]] c. dat. οἱ ἀπομνήσαντο <i>Il</i>.24.428.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομιμνῄσκομαι:''' μέλ. -[[μνήσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εμνησάμην</i>· αποθ.· [[θυμάμαι]] πλήρως· [[χάριν]] ἀναμιμνῄσκομαι, [[αναγνωρίζω]] την [[ευεργεσία]] που μου έχει γίνει, [[ανταποδίδω]] αυτή τη [[χάρη]], [[αισθάνομαι]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομιμνῄσκομαι Medium diacritics: ἀπομιμνῄσκομαι Low diacritics: απομιμνήσκομαι Capitals: ΑΠΟΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: apomimnḗiskomai Transliteration B: apomimnēskomai Transliteration C: apomimniskomai Beta Code: a)pomimnh/|skomai

English (LSJ)

fut. -μνήσομαι, aor. -εμνησάμην:—

   A remember, recognize: hence, repay, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο [χάριν] Il.24.428; ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων for benefits, hes.Th.503; αὐτῷδὲ . . χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Th.1.137, cf. E.Alc.299.

French (Bailly abrégé)

conserver le souvenir : τινι χάριν ἀπ. ou abs. ἀπ. τινι conserver de la reconnaissance à qqn.
Étymologie: ἀπό, μιμνῄσκομαι.

Spanish (DGE)

recordar, reconocer χάριν pagar un favor Hes.Th.503, E.Alc.299, Th.1.137, CEG 177.9 (Janto V/IV a.C.), c. gen. ἑκάστου Polyaen.4.6.2
tener reconocimiento, agradecimiento c. dat. οἱ ἀπομνήσαντο Il.24.428.

Greek Monotonic

ἀπομιμνῄσκομαι: μέλ. -μνήσομαι, αόρ. αʹ -εμνησάμην· αποθ.· θυμάμαι πλήρως· χάριν ἀναμιμνῄσκομαι, αναγνωρίζω την ευεργεσία που μου έχει γίνει, ανταποδίδω αυτή τη χάρη, αισθάνομαι ευγνώμων, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.